United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές. — ΕλπίδαΕλπίδα· έλα να χαρής. — Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα. — Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας! Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Και ανεβαίνοντας ψηλά σταματούσαν σε κάθε πλατύσκαλο και έστρεφαν για να θαυμάσουν το έργο του μικροκαμωμένου ανθρώπου, και ο ξένος είχε απορίες μικρού παιδιού που διασκέδαζαν τον υπηρέτη. «Το ποτάμι ξεχειλίζει το χειμώνα;» «Τι είναι αυτόρωτούσε τραβώντας προς το μέρος του κανένα κλαδί λεύκας. Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα∙ δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη!

Έβαλα εις την ρίζαν τούτου του δένδρου δύο πέτρες ψηλές, επάνω εις τες οποίες ανεβαίνοντας, εσήκωσα τα χέριά μου διά να δέσω την θηλιάν εις εκείνο το χοντρόν κλωνάρι, και δένοντάς την τήν επέρασα εις τον λαιμόν μου, αλείφοντάς την καλά με σαπούνι διά να γλυστρήση να μην τυραννηθώ πολύ· έπειτα ερρίχθηκα από τες πέτρες και έμεινα κρεμασμένος.

Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας.

— Θ' απολάψομε κάποιαν ευγενικιάν ευτυχία τουλάχιστο, ακούοντας εκλεκτή μουσική, σκέφτηκεν ο Ρένας ανεβαίνοντας στο επίστεγο της πρύμης. Θ' ακούμε και θα βλέπομε από δω σα σε θεωρείο. Ο σκοπός όμως ναύτης έδιωχνε τους μαζεμένους εκεί ναύτες και δεν τους άφινε να περάσουνε πέρα από την καπνοδόχο. Κάποιος ναύτης πλησίασε περισσότερο στην καπνοδόχο, κι' ο σκοπός τον έδιωξε.

Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Και τότες δεν είταν Αρειανισμός ή Ορθοδοξία, παρά ζωή ή θάνατος. Αποφασίζουνε λοιπόν κ' οι δυο τους να βγούνε στον ιερό τον αγώνα, κι' όχι απλοί στρατιώτες, μόνο αρχηγοί. Ανεβαίνοντας από βαθμό σε βαθμό ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ιερέας από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Σύγκαιρα χεροτονιέται κι ο στενός του φίλος από τον πατέρα του, τον Επίσκοπο της Ναζιανζός.

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.