United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά· σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά. «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη του τυράννου γυρεύει, του ληστή, και το δικό του δε χιμά να πάρη και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Η πομπή του θανάτου προχωρεί κι όταν έρχεται η θέση, που μένει ελεύτερη για το νέο, πρέπει να την πάρη κ' η θέση του στη γις μένει αδειανή και κανείς πόθος δεν μπορεί να τον καλέση πίσω. Εκεί όμως που φαίνεται πως τελειώνει η πομπή, ροδίζει μια μεγάλη λάμψη σαν το φως της χαραυγής.

Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ' η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της. — Τι χάση κόσμου που ήτον αυτή! Λέει ο Μαρμπούτας, αναγυρίζοντας τα σύδαυλα της φωτιάς. — Τέτοια νεροποντή ποτέ δε με μετάχε βρη, λέει ο Πολιάνος.

Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.

Είτανε μικρόσωμη και λιγνή και την πρωτοείδα στο δρόμο, σε μια σύσταση της στιγμής κάτω από τη λάμψη ενός φαναριού. Άμα χωριστήκαμε, μου μείνανε στην ανάμνηση δύο μάτια παράξενα μεγάλα και βαθειά.

Ραψωδία Γ Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, και τους ανθρώπους τους θνητούςτην γη την σιτοδώρα.

Και όταν φάνηκε να τα έχει πει όλα, όλη την περασμένη δυστυχία, όλη τη λάμψη που υποσχόταν το μέλλον, τότε μίλησε κι εκείνη, αλλά σιγά, ανασηκώνοντας μόλις τα μάτια, σαν να μιλούσε μόνο με αυτά. «Μην το σκέφτεσαι τόσο Έφις, μην ανακατεύεσαι περισσότερο στις δικές μας υποθέσεις.

Το πρόσωπό της το χρωμάτιζε απαλή κοκκινάδα και τα μάτια της φεγγοβολούσανε με τη λάμψη εκείνη που δίνει η ευτυχία. Η φωνή της είχε τόνους αόριστης τρυφερότητας, που με χαδεύανε μ' όλη τη δύναμη της χίμαιρας, που πλημμυρούσε και τους δυο μας, και μεταξύ μας πετούσανε λόγια και χαμόγελα, βλέμματα και κινήματα, όπως γίνεται μόνο στον πρώτον καιρό της αγάπης.

Α, Βασίλισσά μου, της είπεν, είσαι συ το λοιπόν εκείνη που βλέπω; ας είνε πάντα δοξασμένος ο ουρανός, που σε εφύλαξεν· επειδή αυτός αφίνει διά κάμποσον καιρόν να θριαμβεύση η κακία και φαίνεται πως αποστρέφεται την κακίαν· άλλο αυτό δεν είναι, παρά διά να κάμη να λάμψη καλλίτερα με το τρέξιμον του καιρού η δικαιοσύνη του.