United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι' αφτό θα πάη να της γράψη; Η Λέλα θα τον προστατέψη; Η Λέλα θα σηκωθή να πη του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρη την Ελένη: Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήση; Και που το φαντάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήση; Παραμύθια! παραμύθια!

Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα! Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο. Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν.

Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλεςθέαινες είστε, κι' είστε εκεί και ξέρετε τα πάντα, 485 μα φήμες μόνο ακούμε εμείς χωρίς να βλέπουμε έργαπιοί στρατηγοί των Αχαιών και πιοι είταν βασιλιάδες.

Πόσο ασύμφωνη όμως με τα μαυρισμένα μας ρούχα, με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια, και με τα παλιόσχοινα και τις αλυσίδες οπού καθόμαστε για να την ακούμε. Βέβαια αυτοί που κάνανε και μίλησαν οι ήχοι με τόσην ευγένεια, με τόση γλύκα, με τόσην απαλότητα, έπρεπε να είναι καθαροί, να κάθονται σε κομψά δωμάτια, και ν' ακούνε τριγύρω τους ευγενικά λόγια.

Θα κάνουν αγάπη τα σκουλικάκια, τ' αγριολούλουδα, οι θεόρατες βελανιδιές, οι κισσοί κ' οι πλατομαντήλες μέσα στα νερά. Και το μεγάλο αυτό φίλημα της αγάπης, του έρωτα της φύσης θα μας φέρνη σε θεϊκή έκσταση. Θ' ακούμε τ' αηδόνια και θα τα καλοκαρδίζουμε, θα βλέπουμε τα πρόσωπά μας στα νερά και θα γελούμε ευτυχισμένοι.

Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει, που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω 235 και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω, θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος, θένε ζερβά, κατάισα κατά τη μάβρη δύση. 240 Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους ορίζει αθρώπους και θεούς.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες «Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε, τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας, 280 άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι. Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα

Μας φωνάζει, μα εμείς δεν τον δεχόμαστε. Χαιρόμαστε όταν ακούμε τη φωνή του τη γεμάτη αγωνία κι ο Βιργίλιος μας επαινεί για την πίκρα του σαρκασμού μας. Πατούμε 'πάνω στο κρύο κρύσταλλο του Κωκυτού, όπου μέσα οι προδόται ξυλιασμένοι κολλάνε σαν τάχυρα 'πάνω στο γυαλί. Το πόδι μας σκοντάφτει στο κεφάλι του Bocca.

Λοιπόν καθόλου μη νοιαστής για όσα ακούμε γιατί όσα χρήσιμα στον άνθρωπον νομίζει ο θεός, μονάχος εύκολα τα φανερώνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι τρικυμίαν ένιωσα μεσ’ στην ψυχή μου, καθώς τα λόγια σου άκουγα τα τελευταία. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιά σε κατέχει, βασιλεύ, ματαία φροντίδα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ενόμισα πως άκουσα σε σταυροδρόμι ο βασιλεύς ο Λάιος άσπλαχνα εσφάγη. ΙΟΚΑΣΤΗ Και τώρα, καθώς άλλοτε, λέγανε τέτοια.