United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Τόχει κάπου ο Όμηρος αντίς ουκ , εκεί που λέει· «άριστον Αχαιών ουδέν έτισε», πάει να πη ουκ έτισε . Πηγαίνουνε μερικοί στην Τραπεζούντα κι ακούνε πως λένε στην Τραπεζούντα, κ' έχω , δηλαδή ουκ έχω . Φωνάζουνε αμέσως· Εκεί πια είναι αρχαία γλώσσα! Μα τι αρχαία γλώσσα; Πιο αρχαίο είναι τάχατις το ουκ από το ουδέν; Καλέ, δεν προσέχουνε στη γλώσσα, και τα λεν.

Συνήντησεν η γραία είς τινα γωνίαν πυκνήν και αυθάδη αγριάδαν, απειλούσαν να καταστρέψη ικανά κλήματα και ήρχισε να φωνάζη κατά των σκαφέων, οίτινες την εξηπάτησαν. Δεν ηδύνατο να χωνεύση το ελάττωμα τούτο, τον δόλον. — Σ' ακούνε οι λοχεμένοι! Να! τάπνιξε τα κλήματα, ταφάνισε η αγριάδα. Τρεχάτε κορίτσια!

Οι άντρες όλοι στη γραμμή. Ο Επιλοχίας εδιάταξε και τις φρουρές. Τόσοι να παν εκεί και τόσοι εκεί. Ο τάδες πρώτο νούμερο κι ο τάδες δέφτερο κι ο τάδες τρίτο νούμερο. Ότι ήθελε να τους πουν να διαλυθούν απ' τη γραμμή οι άντρες κ' ετελείωνε πια και το προσκλητήριο, τους κατεβαίνει απάνω απ' τη φρουρά της φυλακής κακό μεγάλο κι απάντεχο·Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε μια ξαφνική μπαταριά.

Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάητα χέρια Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας. Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει! Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε. Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω Κ' εκεί δεν είδε τον αητότα βράχια θρονιασμένον; Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.

Είναι τάχατις ανάγκη να τους δείξουμε πως ίδιοι τους δεν καταλαβαίνουν τι τρέχει, δε βλέπουν και δεν ακούνε; Φτάνει κανείς να πάη σε δυο χωριά ή σε τρία, και να θελήση να μάθη την ντόπια γλώσσα του χωριού, τα βέρα χωριάτικα, που λεν, τα χοντρά , για να του φανερωθή η αλήθεια. Πολύ δύσκολα θα μάθη τα χωριάτικα αφτά, γιατί χάνουνται και πάνε.

Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο 440 σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοίαΈτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε, κι' όλοι ενωμένοι ομπρός τραβάν μες στο τειχί να μπούνε.

Μακρυά και ξέμακρα να μην ακούνε τ' όνομά τους τσαλαπατημένο, να μη βλέπουν τ' αγαθά τους σε ξένα χέρια. Κ' έτσι, αφού παράδειραν πέρα δώθε, χώνεψαν ένας με τον άλλον στους λαούς των χωριών και τα χώματα των κάμπων, ταπεινοί και αμνημόνευτοι. Ένας απόμεινε στα πατρικά του χώματα· ο προπάππος του Αντρέα.

Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε στη μέσα τάπια άλλη· και μονομιάς, — Στα όπλααα! Στα όοοπλααα ! βραχνές αγριοφωνές άπλωσαν κ' εθόλωσαν μέσα του κάστρου τον αέρα.

Άμα το εύρουν, εσκέφθηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο μισητός φόνος εμόλυνε το αθάνατο κ' έφυγε να κρυφθή από τα μάτι του ανθρώπου· μαζί εχάθη και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι τόρα εβγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που εφρεσκάριζεν ο καιρός.