United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά του Ξακουστή που εγύριζε τη ρόδα δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή κ' ερρίχθηκε στην πρύμη, έτοιμος να πηδήση στην Αιγινήτικη, να δείξη αυτός πώς αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος κ' εκείνος εστάθηκε ολόρθος και τον επερίμενε, να τον σφινώση στα δυνατά μπράτσα του και να τον ρίξη στη θάλασσα. — Ε μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας· τσιμπάει ο βουτηχτής· στη θέσι σου!

Έτσι είπε, και τους άρχισε ραβδιές, κι' οι Τρώες όξω τραβούσαν, γιατί βιάζουνταν να ξεκινήσει ο γέρος. Πήγε έπειτα και φώναξε με τις βρισές τους γιους του, τον Πάρη και τον Έλενο, το θεϊκόνε Αγάθο, τον Πάμμο, το βροντόφωνο Πολίτη και τον Πόθο, 250 το Δήφοβο κι' Αντίφονο, το Διο το ζηλεμένο. Αφτούς φωνάζει τους εννιά και τους προστάζει ο γέρος «Ομπρός, χαζοί κακά παιδιά, σαλέψτε!

Εξήλθεν εις την θύραν όπως μάθη τι συνέβανε, φορών έτι τα εμβλήματα της ιερωσύνης, ά περιεβάλλετο κατά τας τελετάς, ή κατά τας παρωδίας εκείνας. Ο Θεόδωρος πλήρης φόβου και ανησυχίας έσπευσε προς αυτόν. — Δεν ειξεύρω. Δεν είνε τίποτε. Ένα σκυλί φωνάζει. Ησυχάσατε, κύριέ μου. Φταίγει αυτός ο κούτσαυλος, οπού μου έφερεν εδώ αυτό το μανδρόσκυλο.

Είναι φρίκη, θεέ μου, φωνάζει αυτός, εάν τα ιδικά μου πράγματα δεν έχω δικαίωμα να τα δώσω εις όποιον θέλω ή όχι, και εις άλλον περισσότερα και άλλον ολιγώτερα εξ όλων όσοι εδείχθησαν εις εμέ κακοί και όσοι αγαθοί, βασανισθέντες αρκετά εις τας ασθενείας μου, άλλοι δε εις τα γηρατειά μου και εις άλλας διαφόρους περιπετείας μου. Λοιπόν δεν σου φαίνονται, καλέ Ξένε, ότι έχουν δίκαιον;

Τέτοια φωνάζει και καλεί τους γενεθλίους θεούς της πατρικής του χώρας, να γενούνε επάκουοι αυτών του των ευχών, ο Πολυνείκης.

Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων

— Ο Καλλικάντζαρος! Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθήσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα. Η φωνή αύτη μ' εξήγειρε του ύπνου. Το όνειρόν μου έπαυσε.

Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Τ' είν' αυτό που ασπρίζει; — Είναι χέρια. Δεν βλέπεις; Δυο χέρια γυμνά που κτυπούν το χώμα. — Δεν ακούς; — Ακούω. Ο άνεμος βογγάει μέσα στο πένθος του κάμπου. — Όχι, δεν είν' ο άνεμος. Η φωνή φωνάζει κάποιον να βγη απ' το χώμα : «Έλα! Έλα !. .. » Τον φωνάζει. — Ναι, ακούω τώρα. Φωνάζει: «Έλα! Έλα.... Τα χέρια κτυπούν το χώμα. Τα μαλλιά σέρνονται χάμω. Η φωνή φωνάζει: «Έλα ! Έλα....»

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά. — Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα. — Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος. — Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη! — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.