United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσο ασύμφωνη όμως με τα μαυρισμένα μας ρούχα, με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια, και με τα παλιόσχοινα και τις αλυσίδες οπού καθόμαστε για να την ακούμε. Βέβαια αυτοί που κάνανε και μίλησαν οι ήχοι με τόσην ευγένεια, με τόση γλύκα, με τόσην απαλότητα, έπρεπε να είναι καθαροί, να κάθονται σε κομψά δωμάτια, και ν' ακούνε τριγύρω τους ευγενικά λόγια.

Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι τηςτον βαρύν κεφαλόδεσμόν τηςκρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.

Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά, άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα.

Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο.

Της έδειξα τα θεμέλια, τα μαυρισμένα από την καπνιά, το μικρόν κήπο που είχε παραμεληθεί κ' ένα σωρό μαδέρια έξω στην αυλή. Είτανε καμένα, σαπισμένα και φαγωμένα. Αυτό είταν όλο που έμενε από την πρώτη μας κατοικία. — Θάπιασε φωτιά, είπα. Κ' η φωνή μου έτρεμε. — Καμένο μέρος.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεούαναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.

Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα. Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη.

Του χαμογελούσε και φαίνονταν τα γερά της δόντια κάτω από το σκούρο, τριχωτό χείλος της. « Και η ντόνα Έστερ; Και η ντόνα Νοέμι;» «Η Έστερ πήγε στην εκκλησία, η Νοέμι σηκώνεται τώρα. Καλός ο καιρός, Έφις! Πώς πάει εκεί κάτω;» «Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ, όλα καλάΑκόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.

Ο ένας ήταν ακόμη νέος, ψηλός και σκυφτός, με πρόσωπο ωχρό και αποστεωμένο, λες και είχε απομείνει μόνο το δέρμα επάνω στα κόκαλα, με τα μαυρισμένα του βλέφαρα χαμηλωμένα, ζητιάνευε, ζητιάνευε κουνώντας μόλις τα μελαγχολικά του χείλη που σκέπαζαν τα μεγάλα προεξέχοντα δόντια του. Έμοιαζε να κοιμάται και να μιλά στον ύπνο του, αδιάφορος για τον εξωτερικό κόσμο.