United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποταμάκια μικρά και χαριτωμένα περνούσαν γύρω στις ρίζες των ψηλών δένδρων και μικρές λίμνες, σπαρμένες μέσα στην πρασινάδα, καθρέφτιζαν τα πυκνόφυλλα κλαδιά με τους χρυσούς καρπούς. Και τα φιδωτά δρομαλάκια του περιβολιού ήσαν στρωμένα με ψιλή άμμο, από διαμάντια και ζαφείρια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο με χίλια χρώματα.

Η διάβασις του κινουμένου δάσους έγινεν αφορμή ευθυμίας παιδικής εις τους δύο νέους. Όταν τους απώθησαν εις τον τοίχον και τους έκρυψαν διά μίαν στιγμήν τα κλαδιά, εγέλασαν ως παιδία παίζοντα το κρυφτό· και η ευθυμία εκείνη τους εθάρρυνεν εις οικειότητα. — Κείντα δουλειές έκανες σήμερο, Μανωλιό; ηρώτησεν Πηγή, διευθετούσα επί της κεφαλής το τσεμπέρι της, το οποίον είχαν αναρπάσει τα κλαδιά.

Και να που άρχισε η ομίχλη να διαλύεται∙ κηλίδες χρυσαφένιων δασών έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα σε γαλάζια ανοίγματα, και στο φρύδι της απότομης πλαγιάς, επάνω του μια ροδιά, σαν εκείνες που εξιστορούσε ο τυφλός, έγερνε τα κλαδιά της βαριά από τα κόκκινα φρούτα, ανοιγμένα, που άφηναν να πέφτουν οι μαργαριταρένιοι σπόροι τους.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν' ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδία εις το πυρ.

Το πέρασμά του έκανε τα κλαδιά και τις πέτρες να λάμπουν κάτω από το φεγγάρι και με τα κακά πνεύματα ενώνονταν κι εκείνα των αβάπτιστων παιδιών, πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε ασημένια συννεφάκια πίσω από το φεγγάρι.

Και όταν φυσούσε ο δυνατός βορηάς, η λεύκα βογγούσε με ανθρώπινο βογγητό· και όταν έπαιρνε η δυνατή νοτιά, από μέσα από τα κλαδιά της έβγαιναν ανθρώπινα αναφυλλητά· και όταν έπεφτε το σκοτάδι και τα άλλα δένδρα έγερναν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, αυτή μονάχη και ξεχωριστή εφάνταζε σαν ψηλό φάντασμα, άγρυπνο και καταραμένο, χωρίς ύπνο, που άπλωνε πάντα και όλο άπλωνε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που έφευγαν κ' εγλυστρούσαν απάνω στα νερά του ποταμού.

Στο μυχό του δάσους, τον περιτριγυρισμένο με κλαδιά, που τους εχρησίμευε για άσυλο, η Ιζόλδη η ξανθή περίμενε την επάνοδο του Τριστάνου. Μια ακτίνα του φεγγαριού φώτισε το χρυσό δαχτυλίδι, που είχε αφήσει στο δάχτυλό της ο Βασιληάς Μάρκος. Σκέφτηκε: «Αυτός που έτσι ευγενικά μου έδωκε τούτο το χρυσό δαχτυλίδι, δεν είναι ο ίδιος θυμωμένος άνθρωπος που με παρέδωκε στους λεπρούς.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα, μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά, λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους.