United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι, πόσους πνέοντας έρωτα Θαλάμους, τώρα η φλόγα Βαρβάρως κατατρώγει· Μισητόν ολοκαύτωμα Ενός τυράννου. Στεναζούσης νυκτός Και του βαθέος άδου Τρομεραί θυγατέρες, Εσάς φωνάζω, εσάς Τας Εριννύας. Τι ακαίρως τα Βασίλεια Σκοτεινά κατοικείτε Του ύπνου; ν' αποσπάσετε Τα δεσμά των ονείρων Τι αργοπορείτε;

Αλλά λέγουν ότι κατ' εκείνην την στιγμήν συνέβη και τούτο, ύδωρ πολύ πεσόν εξ ουρανού μετά βροντών έσβεσε την φλόγα και ούτω κατέπαυσεν ο κίνδυνος. Οι δε Πελοποννήσιοι επειδή και εις τούτο απέτυχον αποπέμψαντες μέρος του στρατού μετεχειρίσθησαν το υπόλοιπον διά να αποκλείσουν διά τείχους την πόλιν γύρωθεν, ορίσαντες τους στρατιώτας κάθε πόλεως να εργασθούν επί ωρισμένης εκτάσεως.

Και τότε η θέσις του ποία; αυτός τι ήτο εις την περίπτωσιν εκείνην; γέφυρα εφ' ης επάτουν όπως συναντηθώσι δύο αγαπώμενα όντα, χάρων των καταχθόνιων ερώτων!... Ω! πόσην φλόγα είχε μέσα του! Και πώς ησθάνετο όλα του τραγικού ήρωος τα ένστικτα βρυχώμενα και λυσσώντα εις τα ενδόμυχά του την στιγμήν αυτήν!

Χριστέ! παράλαβέ με. »Βρέξετη φλόγα μου δροσιά και κάμε αυτήν τη στάχτη »Που θα ν' αφίση το κορμί του δούλου σου, Πατέρα, »Να μη την πάρη ο άνεμος και να μη μείνη στείραΕίπε και παραδόθηκε. Δεμένοςτο δρομάρι Ο μάρτυρας σιγά σιγά, παρακαλεί τη φλόγα Με τον καπνό τη σάρκα του, πούταν γυμνή να κρύψη.

Και αφού καταλεπτώς τα εθεώρησε μένει θαυμασμένος με μίαν τέτοιαν γλυκείαν και ωραίαν μορφήν και με όλον που την εκύτταξε με κάποιαν αντίρρησιν, έμεινε τέλος πάντων λαβωμένος από την ευμορφιάν της. Μία σύγχυσις αιφνίδια τον περιπλέκει χωρίς να την απεικάση· τι φλόγα λέγει έξαφνος με καίει; ποίαν σύγχυσιν προξενεί εις τες αίσθησές μου ετούτη η εικόνα.

Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα. Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερής παράδερνε 'ςτους δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση!

Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα. Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερίς παράδερνε 'ςτούς δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση!

« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Καιένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγατην καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου

Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.

Επίσης διαβεβαιούσι πάντες ότι είχε τραυματισθή καιρίως κατά τον ώμον. Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο σ. 112 Πούχανε βγει τα δυο θεριά και τάχε αρπάξη η φλόγα. 0 Καλύβας και ο Βαχογιάννης αντέσχον σχεδόν μόνοι κατά πολυαρίθμων εχθρών ωχυρωμένοι εντός του μικρού ξενοδοχείου της Αλαμάνας. Αλλ' ότε είδον τον αρχηγόν αιχμάλωτον, τότε ξιφήρεις πεσόντες κατά των πολεμίων εθανατώθησαν.