United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα έχουσι ξηρότητα και γλισχρότητα, και μολονότι είναι ξηρά και γεώδη, όμως δεν έχουσιν υγρόν, όπερ ξηραίνεται ευκόλως. Ότι δε τα δένδρα είναι φύσει πολυχρόνια πρέπει να εύρωμεν την αιτίαν τούτου• διότι έχουσιν ιδιαιτέραν αιτίαν συγκρινόμενα προς τα ζώα, πλην των εντόμων . Δήλα δή τα φυτά γίνονται πάντοτε νέα.

Ραϊδιό =ραϊσμένοι μεγάλοι βράχοι, γκρεμοί. — Ραδίζω =διαβαίνω. — Ροδάμι , χαμόκλαδο. — Ριζά , η ρίζα, τα χαμοκλήματα του βουνού, δέντρου κτλΡώπια , χαλάσματα, — Ρουπάκια άγρια δένδρα του βουνού ανώμαλα. Σαλαγάω συνηθίζεται εις μπουλούκι από πρόβατα, δηλαδή βαρώ 'μπροστά, οδηγώ κτλ.

Το ότι ο Τίτος, ο πολιορκητής της Ιερουσαλήμ, έκοψεν όλα τα εκεί δένδρα, δεν φαίνεται επιχείρημα αρκετά πειστικόν ώστε ν' αναιρέση την σεμνήν παράδοσιν.

Εκεί όπου έφθασεν, εθεώρει ήδη μακρόθεν τον ελαιόφυτον κάμπον όπου ην και το κτήμα του. Θρήνος και οδυρμός! Τα ταλαίπωρα δένδρα είχον καταθραυσθή.

Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί σιδηρών χειρών έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον.

Τα δένδρα πρέπει να κηρυχθούν ιερά και να νομοθετηθούν δρακόντιοι ποιναί όχι μόνον δι' εκείνους οι οποίοι τα κόπτουν ή τα βλάπτουν, αλλά και δι' εκείνους οίτινες μόνον τα εγγίζουν. Με τόσην ζέσιν ωμίλει, ώστε το κίτρινον πρόσωπόν του εχρωματίσθη.

Και εις την διάβασίν του η οδός εγίνετο ανάστατος, τα ζώα ετρέποντο εις φυγήν, αι όρνιθες επτερύγιζαν κατεπτοημέναι και τα παιδία εκραύγαζαν περιδεή και έφευγαν. Όταν δ' έφθανε πλησίον της Μαργής, εξείλκυε τον πασαλήν και τον εκάρφωνεν εις τους τοίχους και τα δένδρα και ανεφώνει με αγρίαν περιπάθειαν: — Ως πότε ! .. . ως πότε! ...

Πέσαμε μες το νερό, γιατί δε βλέπαμε, είπεν ο νέος ναυτικός. Δεν καταλάβαμε πως ήτανε λίμνη. Υποκάτω εις τρία αδελφωμένα δένδρα ήτο η επί πασσάλων θεμελιωμένη και με φυλλάδας πλατάνων εστεγασμένη καλύβη του χωρικού, όστις ήτο ο βοηθός και αντιπρόσωπος του εκμισθωτού της λίμνης. Ο κύριος έλειπε, τους είπεν.

Πιο βαρύς. . . .Ψηλότερος απ' τα ψηλά δένδρα. — Ψηλότερος. — Το μαύρο σημάδι σαλεύει. — Αυτό είναι. Είναι η μαύρη πηγή του θρήνου. — Τόσο μικρό ; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Μια καρδιά είναι κρυμμένη στο μαύρο σημάδι. Για κύττα! Κάτι σέρνεται στο χώμα σαν φίδι. — Δεν είναι φίδι. Είναι μαλλιά. Τα μαλλιά σέρνονται στο χώμα. — Κάτι κτυπάει τη γη.

Μα στοχαζόμενος τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι.