United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διόλου δεν είναι σύμφωνος, είπεν ο Σιμμίας· και όμως, είπεν ο Σωκράτης αν βεβαίως είναι σύμφωνος με τον άλλον σου ισχυρισμόν, πρέπει να είναι σύμφωνος και με τον περί αρμονίας. Πρέπει βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας. Αυτός όμως, είπεν ο Σωκράτης, δεν σου είναι σύμφωνος, αλλά κύτταξε ποίον από τους δύο προτιμάς, ότι η μάθησις είναι ξαναενθύμησις, ή ότι η ψυχή είναι αρμονία.

Κατά τα άλλα δε όταν θελήσης να μάθης πώς είσαι, όταν θα είνε γαλήνη ανέβα εις μίαν πέτραν και κύτταξε τον εαυτόν σου εις το νερόν και θα ιδής ότι είσαι μόνον λευκόν χρώμα και τίποτε άλλο• αλλά το λευκόν δεν αρέσει παρά μόνον εάν το στολίζη και το ερύθημα.

ΕΡΜ. Κύτταξε εκεί που φαίνεται μία μεγάλη ακρόπολις με τριπλούν τείχος• είνε αι Σάρδεις• βλέπεις δε τώρα και τον Κροίσον ξαπλωμένον επάνω εις χρυσήν κλίνην και συνδιαλεγόμενον με τον Σόλωνα τον Αθηναίον. Θέλεις ν' ακούσωμεν τι λέγουν; ΧΑΡ. Μάλιστα. ΚΡΟΙΣΟΣ. Είδες, ω ξένε Αθηναίε, τα πλούτη μου και τους θησαυρούς και πόσον χρυσόν άκοπον έχω και την άλλην μου πολυτέλειαν.

Ο ψαρράς κύτταξε τα ρούχα του Τριστάνου, και βρίσκοντας τα καλλίτερα από τα δικά του, τα πήρε αμέσως και γρήγορα-γρήγορα έφυγε, χαίροντας για την αλλαγή. Τότε ο Τριστάνος κούρεψε σύρριζα τα ωραία ξανθά μαλλιά του, σχεδιάζοντας απάνω στο κεφάλι ένα σταυρό.

Το γράμμα τούτο δόσε το ‘ς τα χέρια του πατρός μου πρωί πρωί. Δος μου το φως. Αν θέλης την ζωήν σου, ό,τι κι' αν τύχη να ιδής και ό,τι κι' αν ακούσης, μη πλησίασης κύτταξε και μη με διακόψης!

Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.

Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα όλοι κτίζουν, και συσυμφορά σου! — κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα· αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου. Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. . μήπως είναι κανείς τραπεζίτης; κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . . κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.

Θέλω δε να είπω ότι εκτός της αποκρίσεως εκείνης της βεβαίας, την οποίαν έλεγον κατ' αρχάς, βλέπω τώρα, κατόπιν εκείνων, τα οποία λέγομεν, και άλλην ασφαλή απόκρισιν. Αλλά κύτταξε, αν τώρα πλέον ηξεύρεις αρκετά εκείνο, το οποίον θέλω. Αλλά πολύ αρκετά το ηξεύρω, είπεν ο Κέβης. Αποκρίσου λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ποίον είναι εκείνο, το οποίον αν γείνη μέσα εις το σώμα, το σώμα θα είναι ζωντανόν;

Με ρωτάς τι θάλεγε ο Leonardo, αν κανένας του είχε πη για την εικόν' αυτή πως «όλες οι σκέψεις κ' η πείρα του κόσμου χάραξαν κ' ετύπωσαν εκεί 'πάνω ό,τι ήταν ικανό να εξευγενίση και να κάνη εκφραστική την εξωτερική φόρμα, το ζωισμό δηλ. των Ελλήνων, τη Ρωμαϊκή λαγνεία, τη ρέμβη του Μεσαιώνος με την πνευματική του φιλοδοξία και τους φανταστικούς του έρωτες, τον γυρισμό του ειδωλολατρικού κόσμου και τις αμαρτίες των Βοργιών»· θ' αποκρινόταν πιθανώτατα ότι δεν είχε υπ' όψει ο ίδιος τίποτ' απ' αυτά, μα κύτταξε μονάχα πώς να βάλη σε τάξη τις γραμμές και τις μάζες και φρόντισε για καινούριους και παράξενους συνδυασμούς του γαλάζιου και του πράσινου.

Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.