United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να αποφασίσουν, είπεν· αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις μίαν καλύβαν, και την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν θέλετε αποστραφή τα όσα σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε καθόλου από εμένα· η ηλικία μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να σας βεβαιώση· εσείς θέλετε αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να ζήσετε· εσείς από εμένα όχι μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά την ζωοτροφίαν σας, αλλά ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και ευτυχίαν, που να σας ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά ακολουθήσετε την συμβουλήν μου διά το καλόν σας.

Ούτως εις διάστημα τριών ωρών εκαθαρίσθησαν τρεις δεκάδες όπλων, δι' ων ωπλίζοντο τας εκτάκτους αυτάς νύκτας αι βάρδιες της μικράς νήσου. Την επαύριον έδειξε σημεία ζωής και ο λιμενάρχης, εμφανισθείς πρώτην φοράν εις την αγοράν και διατάξας να ετοιμάσωσι μίαν πολεμικήν λέμβον, ην είχεν αφήσει εκεί η «Ματθίλδη» πανάρχαιον πολεμικόν πλοίον.

Ο αριθμός των υπουργείων έχει τόση σημασία όση και ο αριθμός των υπαλλήλων. Μπορεί δέκα υπάλληλοι να κάνουν δουλειά εκατό ανθρώπων και εκατό να μην κάνουν τη δουλειά ενός. Σκοπός είναι να ξεκαθαρίσει και να ξέρει το κράτος τι δουλειά έχει να κάνει και τι δουλειά πρέπει ν' αφήσει στις κοινότητες να κάνουν, και μονάχα το πνεύμα της εργασίας ν' αλλάξει.

Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω, διά το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και μέσον που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν.

Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου.

Ο Αλής δεν έμεινεν έτσι χωρίς να εξετάση το αίτιον ετούτου του προσφέρματος, και καταλαμβάνοντάς το μου είπεν· καταλαμβάνω, βασίλισσά μου, ότι ο βασιλέας της Θέμπας σε αγαπά· και ούτος ο έρωτας, και όχι η ζωγραφιά μου, τον παρακινεί να μας κάμει αυτές τες περιποιήσεις· ημείς πρέπει να υπάγωμεν εξ ανάγκης να κονεύσωμεν εις το παλάτι του· αυτός δεν θέλει αφήσει ημέραν, που να μην έλθη να σε εύρη, και να σου εξηγηθή τον πόνον του· στάσου καλά εις τον νουν του, θημήσου την ευγένειαν της γεννήσεως σου, και στάσου μακράν εις το να κλίνης εις τα ζητήματά του, και σταθερή διά να μη σε γελάση· μα ανίσως και αυτός ήθελε δειχθή πολλά ερωτικός, εις τρόπον που να σε γυρέψη διά γυναίκα του, εσύ θέλεις τον υπακούσει· ει δε και η γνώμη του θέλει είνε διαφορετική, θέλομεν πασχίσει να κάμωμεν άκαιρον την κλίσιν του.

Έπρεπε να φύγει, ν’ αφήσει ελεύθερους τους αρραβωνιασμένους ν’ αγαπηθούν, ν’ αστειευτούν, χωρίς να έχουν μπροστά τους την εικόνα του θανάτου. Και ξαφνικά, εκεί μες στο σκοτάδι, κάτω από το χράμι, του φάνηκε πως κατάλαβε γιατί δεν μπορούσε να φύγει. Υπήρχε κάτι που τον κρατούσε ακόμη μέσα στο σπίτι των αφεντικών του, σαν ένας ανεξόφλητος λογαριασμός, που έπρεπε να ξεχρεωθεί.

Με είχαν δε αφήσει μόνον όλοι και κλείσαντες τας θύρας επερίμεναν απ' έξω• διότι ούτω είχες διατάξει, Αντίγονε, ίσως δυνηθώ να κοιμηθώ. Τότε λοιπόν, ενώ ακόμη ήμουν ξυπνός, παρουσιάσθη ένας νέος ωραιότατος με λευκόν ένδυμα, ο οποίος με εσήκωσε και δι' ενός χάσματος με ωδήγησεν εις τον Άδην, όπου αμέσως είδα και εγνώρισα τον Τάνταλον, τον Τιτυόν και τον Σίσυφον.

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Πριν φθάσωσιν όμως εις την Κύρνον διέβησαν διά της Φωκαίας και έσφαξαν τους Πέρσας φρουρούς τους οποίους ο Άρπαγος είχεν αφήσει διά να φυλάττωσι την πόλιν.