United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε μέσα στο φως του φεγγαριού ένας κόσμος γεννήθηκε. Ο κάμπος γέμισε από κατάλευκες σκιές. Οι σκιές απλώθηκαν ολόγυρα κ' έγιναν ασπροντυμένες παρθένες με χρυσά μαλλιά στους κατάλευκους ώμους, και παλικάρια ψηλά και λεβέντικα, με ασημένιες φορεσιές. Τα παλικάρια αγκάλιασαν τις παρθένες και στήσανε χορούς απάνω στο ανθισμένο χορτάρι.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.

Με τες χρυσές αχτίδες σου δείξε μου μιαν ημέρα Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα, Να τον γνωρίσω, να τον 'δώ' διάνεμμα να του κάμω Την νύχτα να μη τραγουδάη, 'ς τον κάμπο να μη βγαίνη, Νάρχεται με του φεγγαριού τ' απόσκιατην αυλή μου Να τον χορταίνω φίλημα, να τον χορταίνω αγκάλια Αφιερώνεταιτον αγαπημένον μου κ. Κ. Καζαντζήν.

Πότε γλυκοκυττάζει Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα, Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει, Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του ..... Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι, Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα, Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος.

Γιατί, καϋμένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω; Τώρα οπού εμεγάλωσες κι' άνθισε η ωμοφιά σου Και χύνει μέσ' τα τρίστρατα τη μοσχομυρωδιά της, Σ' άλλον να σ' έχουν τάξιμο, κ' εμέ να μ' απαριάσης Οπού σε πρωταγάπησα από μικρή μικρούλα, Κι' ούτε της βρύσης τώλεγα, ούτε της συντροφιάς μου, Ούτε και της φλογέρας μου, του φεγγαριού, του ήλιου, Μόν' 'ςτήν καρδιά, το φύλαγα σαν θησαυρό κρυμμένο, Και με μια ελπίδα τώτρεφα, πότε να μεγαλώσης, Πότε να δώση ο Απρίλης σου, ν' ανθίση η ωμορφιά σου, Να σε ζηλεύουν κ' η Ξωθιαίς, 'ςτή βρύσι εδώ να σ' εύρω, Για να σ' ανοίξω την καρδιά, να ιδής πούσαι κυρά της, Και σ' είσαιάλλον τάξιμο κ' εμένα μ' απαριάζεις: — Μήτρο, 'ςτά λόγια σου γραφτή ξανοίγω την καρδιά σου, Μαάλλον μ' έχ' η μάνα μου από μικρή ταμμένη.

Χάσιμο φεγγαριού. Ολίγα άστρα έλαμπον άνω, εντός άχνης, ως κοσμήματα εις πέπλον χηρείας, και το χιόνια κάτω αντέλαμπον εις την αστροφεγγίαν. Ηκούσθη μία φωνή αγριόγατου θρηνώδους. Η συντέκνισσα είπε πάλιν·Χριστός! Και ο αγριόγατος έπαυσε να ουρλιάζη. Η μικρά συνοδεία εβάδισεν ακόμα ολίγον, και τέλος έφθασαν εις το καλύβι. Δύο ανθρώπιναι φωναί ηκούσθησαν εις τα παράθυρα της επαύλεως.

Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.

Ήτανε φοβερό το θέαμα να βλέπω από το βράχο στο φως του φεγγαριού να στριφογυρνούν τα κύμματα που κυλούν να σκάφτουν τη γη, να σκεπάζουν τους αγρούς, τα λιβάδια, τους θάμνους και όλα και να σχηματίζεται από τη μία άκρη της κοιλάδος έως την άλλη μια αγριεμμένη θάλασσα στο φύσημα του ανέμου!