United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Σιμά εις πέντε ή έξ ογκώδη σκάφη, ασφαλώς αραγμένα, ένα μικρόν κόττερον, νέο σκαρί, εφαίνετο να σαλεύη εις τον γνόφον τον βαθύν, ανάμεσα εις το Δασκαλειό, το βραχώδες χθαμαλόν νησίδιον, και εις τον παλαιόν Μώλον, δίπλα εις τα ρηχά, τα απλούμμενα εκείθεν των εκβολών του χειμάρρου.

Μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε εις το κυνήγι εις ένα λόγγον εξεμάκρυνα από τους ανθρώπους μου, και έμεινα με τον Δερβύσην μοναχά. Αυτός εκεί που επερπατούσαμεν, μου εδιηγούνταν τα ταξείδια που είχε κάμει, και διά τα όσα περίεργα που εις τας πόλεις και βασίλεια είχεν ιδεί, και ανάμεσα εις τα άλλα δι' ένα γέροντα Μπαρχάν που εγνώρισεν.

Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.

Είναι ο ραγιάς, ο δούλος, ο δεμένος, ο άμαχος, ανάμεσα του Τσερκέζου και του Κοζάκου, κοπάδι για τα χέρια και για τα μαχαίρια δυο μακελλάρηδων.

Ταλμούχ, παύσε που να θαυμάζης εις αυτό· διότι εγώ αν δεν σε εγνώριζα άξιον διά μίαν τέτοιαν ευτυχίαν, δεν σε εδιάλεγα ανάμεσα εις τόσα μεγάλα υποκείμενα που εζήτησαν την αγάπην μου.

Η ιδέα ότι ο πλούσιος ξάδελφος έδωσε σημασία στον φτωχό ξάδελφο ήταν αρκετή για να την κάνει ευτυχισμένη. Οι γυναίκες επαινούσαν τον Τζατσίντο και η τοκογλύφος, τραβώντας το νήμα ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείχτη και γυρίζοντας το αδράχτι πάνω στο γόνατο, έλεγε με ασυνήθιστη γλυκύτητα: «Δεν γνώρισα ποτέ ένα αγόρι τόσο φρόνιμο. Είναι και όμορφο!

Όταν εβγήκαν εις τα Λειβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στης κουμαριές και στα σχοινιά, όλα βαροφορτωμένα από χιόνια, δένδρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρός θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κ' εκεί.

Ο αγρός ήτο σπαρμένος κριθήν λίαν χλοάζουσαν και σπιθαμιαίαν ήδη, εκείτο δε επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, ως ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος εις μίαν άκρην του αγρού, ως φαίνεται, εβοτάνιζεν, ήτοι εξερρίζωνε τ' άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα εις το σπαρτόν, ενόσω ήτο ακόμη ενωρίς, και ο ήλιος έδυεν ήδη.