United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της.

Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….

Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν ξανανταμωθούμε με το καλό. Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά σε όλο το πέλαγο.

Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.

Έπαψε, με το πρόσωπο γερμένο πάνω στο ακορντεόν και το βλέμμα σοβαρό από την ανάμνηση. «Πες τα μου όλα. Μπορείς να τα πεις σ’ εμένα, Τσουαναντό. Είμαι κι εγώ της οικογένειας σχεδόν.» «Ναι, θα σας τα πω. Λοιπόν, η Γκριζέντα ήταν άρρωστη, έλιωνε σαν το κερί. Τη νύχτα είχε πυρετό. Σηκωνόταν σαν τρελή και έλεγε: θέλω να πάω στο Νούορο. Όταν όμως ήταν ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν μπορούσε.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.