United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δόξα σοι ο Θεός, πούρθες γερός και καλά!» «Απέραντο πέλαγο χαράς, κι' αναγαλλιασμού είχε πλημμυρήσει τότε την καρδιά μου. Ότι έβλεπα μπροστά μου, είταν μαγευτικό, και μου φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο δίχως άκρη, ευτυχίας ατέλειωτης.

Αν έχης όρεξη να σταθής και να κοιτάξης πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θαγναντέψης το πέλαγο, τακρωτήρι, τον ΚάβοΣπάδαόλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα "ζουγραφισμένα„, που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνήσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνη, λέει, ο κόσμος και να πέρνη αγέρι.

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.

Και... ενθυμούμαι και ένα πέλαγο οπού αρμένισα, προτού να ευρεθώ εκεί. — Να, οπού δεν ήσουν πάντοτε εις αυτήν την χώραν. Διά να αρμενίσης πέλαγο, θα πη ότι ήλθες απ' αλλού ... — Βέβαια, είπεν η Αϊμά μειδιάσασα. Απ' αλλού θα ήλθα. — Και αφού απ' αλλού ήλθες, θα ήλθες από την Ρόδον. — Πώς το ειξεύρεις αυτό; παρετήρησεν η Αϊμά. Ειμπορεί να ήλθα από άλλο μέρος και όχι από την Ρόδον.

Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν ξανανταμωθούμε με το καλό. Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά σε όλο το πέλαγο.

Απαντήθηκαν έλεγε, δυο καπετάνοι στο πέλαγο κ' ερώτησεν ο ένας τον άλλον πούθε ερχόταν. — Από το Ύδρ' από το Σπέτσ' απ' το χοντρό το θάλασσα· του αποκρίθηκεν ο ένας. — Και τι χαμπάρια; — Τι χαμπάρια; καλά.

Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε·Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν.

Είνε αβλεμόνι ο πόνος μου, πέλαγο δίχως άκρη, Δρακόλιμνα χωρίς βυθό, γης χάσμα, στια μεγάλη, Πόταμος με κατεβασιά που ριζιμιά ξεσέρνει. Κ' η Χρύσω είν', άστρι, η μάγισσα που δύνεται και ξέρει Πώς να μερέψη ο ποταμός, η στια πώς ν' αποσβύση, Πώς του πελάου ο αβλέμονας, πώς ο βυθός της λίμνης Να στίψουνε, να πατηθούν κι' ο χαλασμός να πάψη. Όμως ποτέ δεν ξάνοιξα καλό ένα διάνεμά της.

Τι όσο μου κάνεις ημπορείς απ' άλλον να το πάθης, Κι' η σαγιτιαίς του πόσο καιν με βλάβη σου να μάθης· Αχ! να 'ξερες, και να' λεγες τι θελά ειπή ο Έρως· Τ' ανίκητο δοξάρι του· και πιο πληγόνει μέρος! Αφού για σε μ' ελάβοσε ανάπαψι δεν έχω, Και με κατάντησε ζουρλόν να περπατώ να τρέχω. Μερόνυχτα οχ τα μάτια μου δε σταματάει το δάκρυ, Και κολυμπώ σε πέλαγο με δίχως πάτο κι' άκρη.

Η έρμη θάλασσα της Αφρικής αντήχησε πάλιν από γέλοια και τραγούδια· οι κόρφοι της θερμοί ανοίχτηκαν ν' αγκαλιάσουν πάλι τη λεβεντιά της Ύδρας, της Αίγινας, του Πόρου και της Κάλυμνος. Πάσα ημέρα με την κονταυγή τα πανάκια κρίνα εφύτρωναν στη γαλανή απλωσιά τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στο πέλαγο και άρχιζε το κινδυνεμένο έργο του σφουγγαρά. Ένας ανέβαινεν, άλλος εκατέβαινε.