United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως γι’ αυτό έφυγα, περισσότερο γι’ αυτό παρά για το κακό που έκανα.» «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Όταν ήρθες στο κτηματάκι, την τελευταία φορά, το ήξερες κιόλας;» «Το ήξερα.» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ενώ σηκωνόταν, «είσαι ένας πραγματικός άντρας!» «Τι τα θέλειςαπάντησε αμέσως ο Τζατσίντο κολακευμένος. «Γνωρίζω λίγο τη ζωή, τίποτε άλλο.

Του φάνηκε ότι βρισκόταν ακόμη στον προθάλαμο του σπιτιού του λιμενάρχη, ακίνητος, να περιμένει. «Λοιπόν, θα σας τα επιστρέψω το αργότερο αύριο», υποσχέθηκε ενώ σηκωνόταν. Και πήγε στου Μιλέζου να του πει ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε. Κι εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας φαινόταν η αυλή: λευκή, όπου την έλουζε το φεγγαρόφωτο, και σκοτεινή, όπου την σκίαζε η πέργολα.

Έπαψε, με το πρόσωπο γερμένο πάνω στο ακορντεόν και το βλέμμα σοβαρό από την ανάμνηση. «Πες τα μου όλα. Μπορείς να τα πεις σ’ εμένα, Τσουαναντό. Είμαι κι εγώ της οικογένειας σχεδόν.» «Ναι, θα σας τα πω. Λοιπόν, η Γκριζέντα ήταν άρρωστη, έλιωνε σαν το κερί. Τη νύχτα είχε πυρετό. Σηκωνόταν σαν τρελή και έλεγε: θέλω να πάω στο Νούορο. Όταν όμως ήταν ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν μπορούσε.

Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.