United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' αυτά τα διηγούντο οι μάγκες όπως τα είχον ακούσει από τας προμήτοράς των, και μάλιστα το αυγάτιζαν κ' οι ίδιοι με την παιδικήν ψευδομανίαν των. Και τώρ' ακόμη πολλοί τα έβλεπον.

Και όπως εντυπώση επ' αυτούς ακόμη πληρέστερον ότι η βασιλεία των ουρανών δεν είνε υπόθεσις εμπορικού υπολογισμού ή ακριβούς ισοδυνάμου, ότι δεν ηδύνατο να γείνη διαπραγμάτευση προς τον Ουράνιον Οικοδεσπότην, ότι ενώπιόν του θείου οφθαλμού και της θείας κρίσεως οι εθνικοί δύνανται να γείνωσι δεκτοί προ των Ιουδαίων, οι Τελώναι προ των Φαρισαίων, και νέοι προσήλυτοι προ των γηραιών Αποστόλων, διηγήθη αυτοίς την Παραβολήν των Εργατών του Αμπελώνος.

Και τι να έγεινε αυτός ο άνθρωπος! θα τρελλαθώ! θα ψηλώση ο νους μου! έκραξεν η Αφέντρα, τείνουσα, να εξάψη ακόμη, ως κάμνουν αι γυναίκες, δι' αυθαιρέτου αλλ' ασυνειδήτου ενεργείας, τα εξημμένα νεύρα της. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη φωνή οξεία τραγουδιστού άδοντος: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . . — Α! να ο Παγώνας είνε, είπεν η γρηά-Συνοδιά.

Τους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον.

Ήδη οι Αθηναίοι επροχώρουν μετά τινος αταξίας ως αν ήσαν νικηταί και ήθελαν να διέλθουν όσον τάχιστα δι' όλου του εχθρικού στρατού, ο οποίος δεν είχεν ακόμη πολεμήσει, φοβούμενοι μήπως, εάν εβράδυναν την πορείαν των, συσσωματωθή, ότε πρώτοι οι Βοιωτοί αντέστησαν εις αυτούς, τους προσέβαλαν, τους απέκρουσαν και τους έτρεψαν εις φυγήν.

Ο Δημοσθένης μεταβάς εις τον Νικίαν του επρότεινε να πληρώσουν εκ νέου τα υπολειπόμενα πλοία και να βιάσουν, ει δυνατόν, την έξοδον του λιμένος άμα τη πρωία, λέγων ότι περισσότερα πλοία ικανά ν' ανθέξουν εις την θάλασσαν έμεναν ακόμη εις αυτούς ή εις τους πολεμίους· και τωόντι οι μεν Αθηναίοι είχαν διασώσει περί τα εξήκοντα, οι δε Συρακούσιοι ολιγώτερα των πεντήκοντα.

Και τότε βλέπω τον άνδρα να παρατηρή τους διαβάτας διά βλέματος παραδόξου· ευρίσκει έν άπνουν πτηνόν, διέπει άνθη του αγρού, και τοποθετεί αυτά εις τον πίλον του τον ανδρικόν. Τον βλέπω ακόμη ν' ανασύρη την περισκελίδα του, διαβαίνων ενώπιόν μου, και να επιδεικνύη την κνήμην του την αηδή, την οποίαν εθεώρει ως ωραίαν, και αξίαν ίνα επιδειχθή.

Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον.

Βέβαια, είπεν ο Κέβης. Και η φωτιά βεβαίως πάλιν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, όταν το ψυχρόν πλησιάση εις αυτήν, ή θα υποχωρήση ή θα χαθή· δεν θα τολμήση όμως ποτέ, αφού δεχθή την ψυχρότητα, να εξακολουθή να είναι ακόμη εκείνο, το οποίον ήτο, δηλαδή φωτιά και ψυχρόν μαζί. Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης.

Για να καταλάβη ο κόσμος πως είναι παιδιά των Ελλήνων και που μπορούν και κείνοι να βγούνε με τους αρχαίους, τους έφτανε να δείξουν την Ακρόπολη και να πουν· «Είναι δική μας· χύσαμε το αίμα μας για να γίνη ακόμη πιο περίφημη». Στην Ανατολή όμως έμεινε η καθαρέβουσα.