United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Κάτουτα Σάλονα, ξεψυχισμένος Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος Θέλωτο μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου Όρνεια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά, Πριν με ξεσκίσουνετο σάβανό μου Παιδί μου, κρύψε μετη γη βαθειά

Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι. Και μετ' ολίγον προσέθηκε·Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα... Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα.

ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς• σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.

Μόλις εισάγεις το λυχναράκι και αι πλέον ποικιλόχροοι εικόνες φαίνονται εις τον λευκόν σου τοίχον! Και αν τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρόσκαιρα φαντάσματα, ουχ ήττον πάντα μας καθιστά ευταχείς όταν σαν ζωηρά παιδιά στεκώμεθα προ αυτού και ενθουσιαζώμεθα από τα θαυμαστά αυτά φαινόμενα. Σήμερον δεν μπόρεσα να πάω στης Καρολίνας μία συντροφιά, την οποίαν δεν ηδυνάμην να αποφύγω, με εμπόδισε.

Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.

Το παν, το παν πνίγεται εις αυτήν την απαντοχή. 20 Ιουλίου. Την ιδέαν σας να πάω με τον πρέσβυ . . . . . . . δεν δύναμαι ακόμη να συμμερισθώ. Δεν αγαπώ πολύ την υποταγήν, και ξεύρομεν όλοι ότι εκείνος ο κύριος είναι προς τούτοις ανυπόφορος. Η μήτηρ μου, λέγεις, θα επεθύμει να με ίδη σε καριέρα· αυτό μ' έκαμε να γελάσω.

«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με• κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω, βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους. αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310 ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώτην πόλι, ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι. και θα 'φθανατα δώματα του θείου Οδυσσέα, ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης. και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315 τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα. κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα. ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδειτα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320 θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία, να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα, να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω, αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».

Αν, απεναντίας, δεν θέλετε της υπηρεσίες μου, θα περάσω τη θάλασσα και θα πάω στον Βασιληά της Γαβοΐας ή στον Βασιληά της Φρίζης, και δεν θακούστε πεια ποτέ να μιλάνε για μένα. Μεγαλειότατε, πάρτε συμβουλή από τους βαρώνους σας, κι' αν δε δέχεστε κανένα συμβιβασμό, θα ξαναπάω την Ιζόλδη στην Ιρλανδία από όπου την επήρα. Θα είναι Βασίλισσα στον τόπο της».

Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από πηγάδι μέσα. Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν' αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν.

Κ' εγώ θα ξεχάσω όλη τη χαμένη ζωή που μεσολάβησε. ΜΙΣΤΡΑΣMeglio tardi que mai πάει να πη. Το σχέδιό σου είναι ώμορφο. Ωστόσο εγώ πάω να ιδώ την κόρη σου κ' έφτασα. Με ζητούνε και στο Ένδεκα! Ήρθατε απ' τους πρώτους βλέπω για την απαγγελία. ΦΛΕΡΗΣΔηλαδή είχα ανεβεί για μια άλλη δουλειά και βαρέθηκα να κατεβώ. Πότε αρχίζει η απαγγελία; Μήπως ξέρεις; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα είνε ώρα υποθέτω.