United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ξέρεις, που και στην πιο απόκοσμην άκρη να βρεθώ, ναρχίσουν να χλιαίνουν οι καιροί, να γλυκαίνουν και τα λιοπύρια, στα δεσμά να με βάλης, στα κάστρα να με κλείσης, θάβρω τρόπο, στην Τίκλα μου να τρέξω ακράτητος. Γεια νάχουμε, και μια φορά, θα σε πάρω να περάσουμε το καλοκαίρι μαζί. Να θαμάσης και συ με την πανώρια την Τίκλα μου. Να ξετρελαθής και συ.

Έν άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ και άλλοι. ΓΟΝΖ. Μα τον θεό, Κύριε, δεν ημπορώ να περπατήσω περισσότερο· μου πονούν τα παληά κόκκαλά μου· τούτος ο δρόμος αληθινά πλέκει γύραις σε λαβύρινθο δίχως άκρη! κάμε υπομονή, πρέπει εξ ανάγκης να ησυχάσω.

Ήτανε φοβερό το θέαμα να βλέπω από το βράχο στο φως του φεγγαριού να στριφογυρνούν τα κύμματα που κυλούν να σκάφτουν τη γη, να σκεπάζουν τους αγρούς, τα λιβάδια, τους θάμνους και όλα και να σχηματίζεται από τη μία άκρη της κοιλάδος έως την άλλη μια αγριεμμένη θάλασσα στο φύσημα του ανέμου!

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Ύστερ’ απ' την κακή βαρυχειμωνιά όλη η πλάση απ' άκρη σ' άκρη, ανθρώποι, δένδρα, λουλούδια, ως και το μικρότερο σπυρί του άμμου στην ακρογιαλιά, παίρνανε το μερτικό τους απ' το πανηγύρι του Ήλιου. Κ' ήτανε τόση η χαρά που ανέβαινε απ' τη γη στον ουρανό, που έμοιαζε σαν βαθειά θλίψη μιας απέραντης ψυχής, που πονούσε για τη ματαιότητά της.

Μα καλοδέξου την εσύ και στρώσ' της τώρα δείπνο ως που σφυριά και σύνεργα ν' αφίσω εγώ στην άκρηΕίπε, κι' αλάργα απ' τη φωτιά τα φυσερά του βάζει, 410 και σήκωσε οχ το κούτσουρο το γιγαντένιο αμόνι, κι' όλα τα σύνεργα έπειτα που δούλεβε μαζέβει μες σε μια γούρνα ασημωτή.

Έβλεπε τον κόλπο ναπλώνεται σε μιαν ατέλειωτη γλαυκότητα και κει που έκλεινε στην άκρη του νησιού τρέμανε καθρεφτισμένες στο κύμα του οι φωτεινές σημύδες, οι σκοτεινόχρωμες βελανιδιές και τα έλατα, που σημαδευόντανε σχεδόν μαύρα στο νερό. Πόσες φορές μου ιστορούσε την καθαρότητα, που είχανε τα οράματα ή οι ανάμνησες αυτές, που είτανε τόσο χαραχτηριστικά της!

Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.

Τότε είδε στο άλλο μέρος του μεγάλου δρόμου, ψηλά στην άκρη του χαντακιού, τα κίτρινα άνθη, που λάμπανε φυτρωμένα στο σταχτερό χώμα, κ' έτρεξε κει, όσο βαστούσαν τα μικρά του πόδια. Μα τώρα είτανε σχεδόν μέσα στο δάσος και δεν μπορούσε πια ναντισταθή.