United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τo δειλινό η Λιόλια κατέβηκε στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους.

Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανή στην αυλή.

Όντας βγήκαμε από τη βραδινή ακολουθία στη μεγάλη πέτρινη αυλή του μοναστηριού, είχε ξαστερώση. Οι καλόγεροι με τον ηγούμενό τους, έναν παχύ, ψηλόν, καλοθρεμμένον πανιερώτατον, ήρθαν κ' έκατσαν μαζί μου στα λιθαρένια πεζούλια, στο πλάι της μαρμαρένιας βρύσης, που έτρεχε ακούραστη στο πλάι μας.

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Ένδον διά των τεσσάρων ορθοπλεύρων πτερύγων, ανίσων το ύψος, τας οροφάς και την ηλικίαν, εφ' ων κατά σειράν υπάρχουσι τα κελλία των μοναχών, σχηματίζεται αυλή πλακόστρωτος, εν μέσω της οποίας κείται το εύμορφον Καθολικόν της Μονής με τας στρογγύλας γραμμάς του και τους δι' ερυθρού κονιάματος κεχρισμένους τρεις θόλους του, εστεγασμένους και αυτούς διά φαιών πλακών.

Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιάτη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...

Αλλά οι προδότες είπαν: «Βασιληά, άκουσε τη συμβουλή που τίμια σου δίνουμε και πιστά. Εσυκοφάντησαν τη Βασίλισσα, άδικα, το παραδεχόμαστε. Αλλά, αν ο Τριστάνος κι' αυτή γυρίσουν μαζύ στην Αυλή, πάλι θ' αρχίσουν τα λόγια. Άφησε καλλίτερα τον Τριστάνο να φύγη για λίγον καιρό, και μια μέρα βέβαια θα τον ανακαλέσης».

Ξανάβλεπε την γκρίζα και στρογγυλή εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της χλόης που σκέπαζε τη μεγάλη αυλή, τις πέτρινες καλύβες γύρω γύρω όπου στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι, το κακοφτιαγμένο μπαλκόνι με κολόνες πάνω από την καλύβα του ιερέα και το γαλάζιο βάθος του τοπίου, τα δέντρα που θρόιζαν και τη θάλασσα που γυάλιζε εκεί κάτω ανάμεσα στις ασημένιες θίνες.

Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος, εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μας έκρυψεν η γραία. Αι αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν εκείνην, ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονεικήσωσι της κατοικίας των την κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι• ό,τι εύρισκον ήτο λεία ευπρόσδεκτος.

Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• κ' ήλθε πλησίον η θεά, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• εστάθηκετο αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαντην στάνη τρομασμένοι. ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. και απ' την καλύβατην αυλή σιμάτο μέγα τείχος 165 ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».