United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !
Μεταξύ δε των μνηστήρων τούτων ήτο και ο ιατρός Παίτος, άνθρωπος ηλικιωμένος, όστις έπραττεν ούτω ανάξια και της επιστήμης και της ηλικίας του. Αλλ' ο αγωνοθέτης Ρουτιλλιανός τους απέπεμψεν αστεφανώτους, επιφυλάττων εις εαυτόν την διαδοχήν του προφήτου μετά την λήξιν της δημοσίας υπηρεσίας την οποίαν είχε.
Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· «Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5 όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10 μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία· 'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».
Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· «Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».
Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30
Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, 'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 «Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας. αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».
Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος· πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50 αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.
Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε, αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170 τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε• «Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω. την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην, και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175 ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη• μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».
Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185 ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.
Αληθώς, εξ όλων των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων μνηστήρων ο Κ. Πλατέας εφαίνετο ο ολιγώτερον γαμβροπρεπής και ως προς την ηλικίαν και ως προς τα λοιπά προσόντα, αλλά τούτο δεν εβάρυνε πολύ κατ' εκείνην την στιγμήν εις τας σκέψεις του γέροντος. Εσκέφθη μόνον καθ' εαυτόν; «Και αυτός ακόμη!» Αναβλέψας δε προς τον Κ. Πλατέαν,
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410 ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της• ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη• και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415 κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου• «Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους• και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420 του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε; τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425 τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του• αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430 μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω 'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».
Λέξη Της Ημέρας