United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Και την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν.

Διά τούτο, όταν έν σώμα στρατιωτών διωρισμένον από τον Καραϊσκάκην επήγε να πιάση έν πηγάδιον, κείμενον εις την παρακειμένην πεδιάδα, ο Κιουταχής εκινήθη κατ' αυτού με ικανήν πεζικήν και ιππικήν δύναμιν, στοχαζόμενος ίσως ότι ανεγείρων οχυρώματα και πιάνων θέσεις πλησίον των Ελλήνων, ηδύνατο να τους στενοχωρήση και να τους βλάψη.

Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγετο Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων, και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, 565 ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων.

Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε.

Ο δε Βελής έμεινεν εκστατικός εις το να ιδή τούτα εις τέτοιαν κατάστασιν. Τότε η βασίλισσα του είπεν, ύπαγε να ειπής του αυθέντος σου, ότι η βασίλισσα γυναίκα του επροξένησεν ετούτην την ζημίαν. Αυτός υπήκουσε, και επήγε και το είπε του βασιλέως.

Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτοςκαιπρέπει να φύγω! 10 Σεπτεμβρίου. Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου!

Θα έχη . . . φτάνει πλεια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστής ταχύ-ταχύ να πάμε . . . Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κ' επήγε σε κανένα καλύβι να βρη κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να ψωνίση τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο . . . Ησυχάσατε . . . Κι' όπου είνε, θα φτάση.

Τον εκάλουν εις το σπίτι των και έπειτα τον απέπεμπον. Ο πατέρας τον ήθελεν, ο υιός τον εμίσει. Και ενώπιον της αδελφής του τον εξεδίωκε με τον πλέον βάρβαρον τρόπον. Επήγε να του ομιλήση διά τον Τερερέν και αυτός επήρε το μέρος του Τερερέ και εθύμωσεν εναντίον του ... Α! δεν ήθελε να πηγαίνη στο σπίτι των; πολύ καλά, δεν θα 'πήγαινε ποτέ πλέον.

Όθεν ευθύς που άρχισεν η ημέρα εσηκώθη, και επήγε να εύρη τον Δερβύσην, ο οποίος εκατάλαβε καλώτατα, οπόταν την είδε, πως δεν είχε το πνεύμα ήσυχον.