United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό άναψε μεγάλως τον πόνον του Χαν, βλέποντας που εκαταστάθηκαν διά να ζητούν έλεος. Ως τόσον ο Καλάφ εσύναξε κάμποσα δηνάρια από τες ελεημοσύνες, με τα οποία αγόρασε τα αναγκαία προς ζωοτροφίαν τους διά μίαν μόνον ημέραν.

Μετ' ολίγον ακούομεν μίαν ορμήν και ταραχήν και ήτο που εβρυχήθη, ωσάν ταύρος αγριωμένος ο θηριώδης Κύκλωπας, καταβαίνοντας εις την αυλήν άναψε μίαν μεγάλην φωτιάν και έστρεψεν εις κάθε μέρος γυρεύοντας μας· ημείς από τον φόβον μας πάλιν εμείναμεν ημιθανείς και αναίσθητοι· αυτός ως μας είδεν ώρμησε και άρπαξε τον πλέον παχύτερον από τους συντρόφους και ευθύς τον εσούβλησε, τον έψησε και τον έφαγεν· έπειτα επήγεν εις την ιδίαν καμάραν υποκάτω και πίπτοντας τανάσκελα απεκοιμήθη· και άρχισε να ρογχίζη τόσον δυνατά, που ηχολογούσεν όλο το παλάτι.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 άκουσα ως εφονεύονταντα βάθη των θαλάμων κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. και ορθόντην μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. τον Οδυσσέα· γύρω τουτον πάτο ξαπλωμένοι κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυροντο αίμα. τώρατην θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.

Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ' η αρρώστεια κη μεταβολή της γίνονταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό. Αν κείχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον άγκωνα.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.

Οι αδελφές της την βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Η ντόνα Έστερ πήρε το χαρτί, με το χέρι έξω από το σάλι∙ η ντόνα Ρουθ άναψε το λυχνάρι επειδή είχε κιόλας νυχτώσει. Κάθισαν και οι τρεις στον πάγκο και η Νοέμι, ήρεμη και ψυχρή, ξαναδιάβασε με δυνατή φωνή το χαρτί.

&1868&. Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση. &1869&. Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη. Από το κρύο δε μπορούσαν να δουλέψουν ο κόσμος. Το παζάρι κλείστηκε όλο. &1869, Θερτή 10&. Ήρθε δεσπότης ο Σωφρόνιος.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες.

Τέλος πάντων ευρίσκοντας παχύτερον από όλους τον καραβοκύρην μας, τον άρπαξεν από τον λαιμόν με το ένα χέρι, και με το άλλο τον εσούβλισεν εις ένα από εκείνα τα σουλβιά που ήσαν στο παρόν, ωσάν ήτον ένα περιστέρι εις τα χέρια ενός μακελλάρη· έπειτα άναψε μίαν μεγάλην φωτιάν, και τον έψησεν εις ολίγον διάστημα, και ύστερα τον έφαγεν όλον έμπροσθέν μας.

Ήθελε να κάμη κι' αυτός τον ανδρειωμένον εις τον εξάδελφόν του Σταμάτην, — όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξύ όλων των παιδιών, — και να έχη να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του». Η Μαχώ έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν κ' έμεινεν. Εν πρώτοις, άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας.