United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράγματι θα ήταν πολύ εύκολο για ένα μοντέρνο διευθυντή θεάτρου να τα παραστήση ξανά αυτά τα θεάματα απαράλλακτα όπως τα είχε σχεδιάσει ο Σαίξπηρ· και τόσον ήταν ακριβή, ώστε ένας από τους αξιωματικούς της Αυλής του καιρού εκείνου, κάνοντας μία περιγραφή της τελευταίας εκτελέσεως του έργου στο θέατρο Globe σ' ένα του φίλο, παραπονείται για τον ρεαλιστικό χαρακτήρα των, κυριώτατα για την αναπαράσταση των Ιπποτών του Garter με τις στολές και τα σήματα του τάγματος με το σκοπό τάχα να γελοιοποιηθή η πραγματική τελετή.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Αι ομήλικοι εθαύμαζον την «αρχοντιά και την καλοπιχεράδα της» και όταν επήγαινε προς συλλογήν χόρτων, συνωδεύετο υπό αυλής όλης θαυμαστριών, και επλανώντο επί ώρας εις τους αγρούς, άδουσαι και γελώσαι, διαμοίβουσαι αυτοσχέδια δίστιχα, ψεγαδιάζουσαι τους νέους, ή τας αντιζήλους των, ερωτώσαι τα λευκάνθεμα αν θα πήγαιναν εις την κόλαση ή στον παράδεισον: «Πάω στην πίσα, πάω στην παράδεισο», και ζητούσαι αισθηματικούς οιωνούς εις την πτήσιν των μικρών εντόμων, τα οποία απέλυον εις τον αέρα.

Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.

Νομίζεις πως δεν είναι κι' αυτό κι' εκείνο χίμαιρα; πιστεύεις και εις όρκους κι' εις λόγους της τιμής; νομίζεις ότι τούτο, που θα ποθήσης σήμερα, και αύριον επίσης θα το επιθυμής; Κι' αν είσαι ανθρωπίσκος εκ της κοινής αγέλης θα μακαρίζης κλαίων σκηπτούχους Βασιλείς, κι' αν Βασιλεύς καλήσαι, θαλθή στιγμή να θέλης ν' αδειάζης ανωνύμους θαλάμους της Αυλής.

Αλλά τα άφθονα τούτα φυσικά δώρα θα εμαραίνοντο, θα έμεναν στείρα, αν ο Αμλέτος επερνούσε την νεότητα του εις την μολυσμένην ατμοσφαίραν της κοινωνίας και της Αυλής όπου εγεννήθη.

Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και ανήλθεν, εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου. Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα κατορθώσωσι να εξέλθωσι της αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν τας παλαιάς του Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το τραχύ του ακούσματος.

Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλεξάνδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα.

Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος.