United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι ο νόμος του επιτρέπει και θα επιτρέψη να προσλαμβάνη εις αυτήν την εργασίαν όσους θέλει άνδρας και γυναίκας από τους πολίτας.

Η Θεια-Σταματίτσα όμως δεν τα εγνώριζεν αυτά και την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς από πρωίας εκαθάριζε και ασβέστωνε το σπίτι του γαμβρού, του ανεψιού της, και ητοιμάζετο να στρώση τα καλά κυλίμια, ίνα υποδεχθή τους συμπεθέρους με τον μπακλαβάν, χωρίς να γνωρίζη τίποτε ο ανεψιός της, όστις την ημέραν εκείνην δεν παρεμέρισεν από το καφενείον, έχων πολλήν εργασίαν.

Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήση. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβη ο Αστρονόμος, και έρριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάση πλέον ή δεκάκις· και έλεγε: — Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Είντα διάολο 'χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τσ' ήστρηψε ολότελα η βίδα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αφόπλισέ με, Έρως· ετελείωσεν η εργασία της μακράς ημέρας και πρέπει να κοιμηθώμεν. Το ν' απέλθης σώος, είναι γενναία αμοιβή διά την εργασίαν σου. Πήγαινε, κρημνίσου.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην. Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. — Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Ιδών αυτόν ο σιδηρουργός ότι εθαύμαζε, διέκοψε την εργασίαν του και τω είπε· «Πόσον θα εξεπλήττεσο, ω ξένε Λάκων, εάν έβλεπες εκείνο το οποίον είδον εγώ, αφού τώρα η τέχνη του σφυρηλατείν τον σίδηρον σοι προξενεί τόσον θαυμασμόν; Ήθελα να κατασκευάσω φρέαρ εις την αυλήν ταύτην· κατεγινόμην δε να σκάπτω, ότε το εργαλείον μου εκτύπησεν εις φέρετρον μακρόν επτά πήχεων.

Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη, και στραφείς ήρχισε να ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.

Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει». Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν. — Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα. — Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα.

Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι φέρουσι διά στόματος, ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως αλεξιτήριον πάσης κατακρίσεως και μομφής. Δ ο υ λ ε ι ά ν α γ ί ν ε τ α ι, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος να περάνη ή κάλλιον ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα, ιδού το γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου.