United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάρεσε νάχη μοναχά πρωτοπαλλήκαρά του Μεςτην πλατειά την ερημιά, τα δυο του φτερνιστήρια, Το δαμασκί του το σπαθί, κ' εκεί να παρατρέχη Με του Σιμούν το φύσημα ποιος να πρωτοπεράση. Ύστερα τον εμάγεψε τ' Αλήπασα ταστέριτο νου του εσπιθοβόλησαν τιμαίς και μεγαλεία, Κ' επήρε τον ανήφορο... Αναίβαινε τρεχάτος... Εμπρός του ο βράχος του Σουλιού, θεόχτιστος, δεν σκύφτει Να τον αφήση να διαβή.

Οι ευάριθμοι οικίσκοι του, εδώ κ' εκεί επί χαμηλής λοφοσειράς διεσκορπισμένοι, είχον τας θύρας όλας σφαλισμένας και από τα μικρά παράθυρα των εφαίνετο εντός το σκότος και η ερημία.

Από κει φαίνεται ψηλότερα έν' άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο.

Ακόμη και η γυναίκα φοβήθηκε από την ερημιά και τον ξαφνικό θάνατο. Έβαλε τα κουτιά επάνω στο κεφάλι της και είπε: «Πρέπει να φύγω. Θα ειδοποιήσω το γιατρό στο ΝούοροΚι έτσι ο Έφις απόμεινε μόνος, ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και στον τυφλό. «Ο σύντροφός μου υπόφερε από καρδιά», έλεγε ο ζητιάνος. «Τις τελευταίες ημέρες ήταν άρρωστος, αλλά κανείς δεν το πίστευε.

Όταν γύρισα απ' αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ' έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες.

Προχωρούσε με τα λιγνά κι' αδέξια ποδαράκια του, απάνω στο ξερό χώμα, μα σε λίγο ο αγωγιάτης έφθασε βιαστικός και θυμωμένος και το γύρισε πίσω στη μάννα του. Το αθώο μικρό τον ακολούθησε παραπονεμένο. Και το δρομαλάκι απόμεινε πάλι έρημο. Μα στην ερημιά του μια ήσυχη χαρά ήτανε χυμένη και το άσπρο του χώμα σκορπούσε γύρω στην πρασινάδα μια ευθυμία παράξενη, καθώς το φιλούσε ο Ήλιος.

Στα άλλα όλα αναισθητώ, σ' εσένα βυθισμένος, Στον κόσμο μέσα βρίσκομαι, κι' από τον κόσμο ξένος. Στην ξενιτιά παντάξενος, στην ερημιά μου μόνος, Παντοτινή μου συντροφιά του χωρισμού σου ο πόνος. Πολλαίς φοραίς ηθέλησα ορμή του πόθου τόση, Να τη ζυγιάση σταθερή και μετρημένη γνώσι. Μη το πολύ της πιθυμιάς αξαίνοντας κορφόση, Και στην υγιά και στη ζωή περίσια με ζημιόση.

Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν.

« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα » Έν φάντασμα 'μπροστά μου, » Αρχίνησε με ανθρωπινή, » Και 'σάν εκείνου την φωνή » Να μ' είπη τ' όνομά μου.» « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή «'Στήν ερημιά τι τρέχεις; » Ποιόνε ζητάςτην ερημιά; — » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

Μόνον συγκεχυμένως μόλις κατελάμβανεν ότι εταράσσετο, πολύ μένουσα εν τη αναπεπταμένη πεδιάδι, υπό τον γαλανόν ουρανόν, εν τη μυστηριώδει ερημία των αγρών, ακροωμένη του γλουγλουκισμού των γαλίων, του ερρύθμου κωδωνισμού ενός ποιμνίου απέναντι και των περιπαθών τόνων μιας φλογέρας.