United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκοτι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό τουείπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.

Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, ― ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, ― στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ' έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά.

Φαίνεται πως άδικο δεν είχα, αφού ο ίδιος ο Ζολάς μου έστειλε γραμματάκι, να μου μηνήση πως μίλησα για το βιβλίο του ίσα ίσα όπως του άρεζε και πως βρέθηκε να είμαι ο μόνος που είπε όσα κι αυτός ήθελε νακούση, γιατί έλεγα πως στον Πασκάλ περιγραφές έχει πολύ πιο λίγες, κ' είναι σωστός συβολισμός όλο του το βιβλίο.

Είταν χαρούμενος ο χωρικός, η εσοδεία φέτο πήγαινε καλά, ο καιρός τη σιγουντάριζε πολύ, τ' αλώνι του γέμιζε από διαλεχτό πράμμα· λίγες μέρες ακόμα θ' αποτρυγούσαν, θα λιάζουνταν το πράμμα, θα το κουβαλούσε στην πόλη, θα το πωλούσε τέλος, θα ξέβγαινε απ' τα βάσανα. Και πόσα βάσανα!

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.

Έπειτα μου έδωσε το χέρι κ' είπε: — Είμαι τόσο χαρούμενη, που είμαι πάλι σπίτι. Δεν μπορούσα ναπαντήσω τίποτε. Κοίταξα μόνο τους μαζεμένους μπροστά μου κ' ήξερα πως είχα εδώ την ευτυχία, που λίγες βδομάδες προτήτερα μόλις τολμούσα να την ελπίζω. Την άνοιξη, που ήρθε τώρα, τη θυμούμαι σα μια θάλασσα από άνθη, που γέμισε κάθε άδειο μέρος του σπιτιού μας.

Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πως ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού της την αγκάλη, πως ροδίζουν τα μάγουλά της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστο τα μαραμένα τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο σα να ξεσκούν εκείνη τη στιγμή !. . . Αλλά για λίγες ώρες, αχ, για πολύ λίγες μοναχά Έτσι κ' η Βεργινία, άμα ερχόταν ο Νίκος της!

Είμαι για πολλές μέρες ήσυχη, όταν πηγαίνω σε κείνον. Έπειτα φεύγει πάλι και μ' αφίνει μόνον. Κι όταν ύστερ' από λίγες ώρες σηκώνουμαι από την εργασία μου και πηγαίνω να τη βρω, είναι μπροστά στο μικρό κομμό του Σβεν κ' έχει στα χέρια της τα πράματα που μια φορά είτανε δικά του. Έτσι γυρίζουν πάντα οι στοχασμοί της σε κείνον που είναι νεκρός και δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να την εμποδίση.

Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! — Αμ τι δα!

Μια μόνο έφτασε να σαρώση όλα όσα μαζευτήκανε σε χρόνια. Σα χτυπημένοι από την ίδια μοίρα καθόνταν εκεί εκείνοι οι δυο, που λίγες στιγμές προτήτερα αιστανόνταν τον εαυτό τους ξανανιωμένον, κι ακούγανε τα βαρειά, τα λίγα λόγια των γερόντων, που τους ερήμωσε το σπίτι η πυρκαϊά.