United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας· 105 «Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».

Κ' εκείνοι πιστεύοντάς τους από τις πληγές και νομίζοντας, ότι είναι δίκαιο να εκδικηθούνε νέους, που ήταν από τα πρώτα σπίτια του τόπου τους, αποφασίσανε να κινήσουν άξαφνα πόλεμο στους Μιτυληνιούς και πρόσταξαν το στρατηγό, αφού ρίξη στη θάλασσα δέκα πλεούμενα, να διαγουμίζη τ' ακρογιάλια τους.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεόςολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασετο δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοήτους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερόςτα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Εν γένει επινοούν και λέγουν εκείνα προ πάντων τα οποία γνωρίζουν ότι δύνανται να κινήσουν την οργήν του ακούοντος• γνωρίζοντες δε πού έκαστος δύναται ευκολώτερον να πληγωθή, τοξεύουν και ακοντίζουν εις το σημείον τούτο, και η απότομος οργή θα τον ταράξη τόσον, ώστε να μη του δώση καιρόν και ηρεμίαν προς εξέτασιν της αληθείας• και αν ο κατηγορηθείς θελήση να απολογηθή, να τον εύρη τόσον προκατειλημμένον υπό της πιθανότητος της κατηγορίας, ώστε να μη του επιτρέψη να δικαιολογηθή.

Διότι αυτό παρορμά εις το ορθόν και εις το καλλίτερον. Φαίνεται όμως ότι είναι έμφυτον εις αυτούς και κάτι άλλο, το οποίον πολεμεί και αντιτείνει εις τον λόγον. Δηλαδή απαράλλακτα καθώς εις τους παραλυτικούς, όταν θέλουν να κινήσουν τα μέλη των προς τα δεξιά, εκείνα παρεκτρέπονται εις τα αριστερά, το ίδιον συμβαίνει και εις την ψυχήν. Διότι αι ορμαί των ακολάστων βαδίζουν αντιθέτως.

Νομίζανε λοιπόν κ' οι αντάρτες κι ο Υπάτιος πως άλλο δεν τους έμνησκε παρά να κινήσουν κατά το παλάτι. Από τάλλο μέρος ο ευνούχος ο Ναρσής είτανε σταλμένος από την αυλή στο ιπποδρόμιο και μοίραζε χρήματα, κι αγόραζε τους Κυανούς. Σύγκαιρα ξεκίνησε κι ο Βελισάριος με τον Ιουστινιανό και με τρεις χιλιάδες καλούς και πιστούς στρατιώτες, και ζυγώνουν το ιπποδρόμιο.

Φοβουμένη τας υπονοίας και την κακολογίαν την οποίαν ήτο ενδεχόμενον να κινήσουν αι συχναί της συναντήσεις και τα κρυφομιλήματα με τον Μανώλην, έλεγε δυσανασχετούσα τάχα, οσάκις την έβλεπαν να χωρίζεται απ' αυτόν: — Δεν ακούει, δεν ακούει ... Απελπισία είνε μαυτόν τον άνθρωπο. Εμάλιασ' η γλώσσα μου να του λέω πως του κάκου πολεμά, μ' αυτός το χαβά του. Είντα να γενώ μ' αυτό το μπελλά δεν κατέω.

Ταύτα συμβουλεύσας ο Παγώνδας έπεισε τους Βοιωτούς να κινήσουν κατά των Αθηναίων· και με ταχύτητα εκκινήσας ωδήγει τον στρατόν, διότι επλησίαζεν η εσπέρα. Πλησιάσας τον εχθρικόν στρατόν εστάθη εις μέρος τι, εκ του οποίου οι δύο στρατοί χωριζόμενοι διά λόφου δεν ηδύναντο να βλέπουν αλλήλους. Παρέταξε λοιπόν τους στρατιώτας του και παρεσκευάζετο εις μάχην.