United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.

Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του.

Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες μας·

Έλα, γιαγιά, πες μας τώρα, περπατεί ακόμα το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Μόνο μας κύτταζε με κάτι μάτια παράξενα. Σηκωθήκαμε όλοι και την τριγυρίσαμε. Άλλος της χάιδευε τις πλάτες, άλλος τάσπρα της μαλλιά κι’ άλλος τα γόνατά της. Εγώ την έβλεπα στα μάτια και την παρακαλούσα. — Έλα, γιαγιακούλα, άφησε τώρα τα νάζια σου, πες μας τι έκανε το βασιλόπουλο. Περπατεί ακόμα;

Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ.

Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος.

Ξήγα μου την υπόθεσίν σου, εξαναείπεν ο Κατής, όλος γεμάτος από σπλάγχνος, και σου ομνύω ότι θέλω κάμει κάθε δυνατόν και αδύνατον διά να σε ευχαριστήσω. Τότε η Ζιμπρούδα εξεμπουλώθη τελείως, και άρχισε να δείχνη τα μαλλιά της κεφαλής της που ήσαν ωραία ωσάν το χρυσάφι, και ξαπλωμένα εις πλεξίδες επάνω εις τες πλάτες της.

Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος.

Σαστισμένοι μες τη φοβερή την ταραχή, σακατεμένοι από τω σκοπών απάνωθε της τάπιας το λιθοβόλημα τ' αδιάκοπο· άλλοι με τα κεφάλια τους σπασμένα, που έτρεχαν ζουμιά τα αίματα απάνω τους· άλλοι με τις πλάτες χαλασμένες από τις πέτρες τις βαριές, που έπεφταν βροχή απάνωθέ τους· τρομαγμένοι όλοι φοβερά, που οι σκοποί έκραζαν όλη του κάστρου τη φρουρά. &Στα όπλα& και θενά πλάκωναν φουσάτα τόρα οι φαντάροι να τους λυσσάξουνε στο ξύλο λυσσαχτούς, όσους θα ξάνοιγε μες το προάβλιο ο Φρούραρχος· άπλωναν πέρα δώθε, σωστοί δαιμόνοι που ξέβρασε πάνω στη γη ο Άδης, κ' ετρύπωναν όλοι μες τα δωμάτια.

Αυτούς λοιπόν ηύραν κ' έκαμαν πλάτες τους οι ΓερμανοΑυστριακοί για να διαδώσουν το εμπόριο τους και τα προϊόντα τους, και σύγκαιρα να μας αδυνατίσουν εμάς. Στην Α λ β α ν ί α κάθονται οι Αρβανίτες, συγγενικός μας λαός, που εχθρεύεται τους Σλάβους. Όμως κι αυτούς έχουνε φαρμακώσει οι Αυστριακοί εναντίο μας, και οι Ιταλοί το ίδιο, γιατί και οι δυο τους γυρεύουν να πάρουν την Αρβανιτιά.