United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!

Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συμφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της: — Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρε ο νου σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.

Τώρα ν' αρθή ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από τα μανδρί και ν' ακούσης! — Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια! Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.

Του κάκου μηνούσε του αδερφού του πως δεν είτανε γεννημένος για τις φουρτούνες της πολιτικής και της θεολογίας, πως η καρδιά του τον τραβούσε κατά τα ειρηνικώτερα λημέρια της μελέτης και της φιλοσοφίας, πως δεν είτανε μήτε ανύπαντρος, και τέλος πως δεν παραδέχουνταν κάμποσα δογματικά της εποχής του, μήτε το συνήθιζε να καμώνεται πως συφωνεί σα δε συφωνούσε. Ο λαός όμως αυτά δεν τάκουγε.

Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα οπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνες σας!

Τριάντα χρόνιαμια ζωήκυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.

Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε. — Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;

Ωργίζετο μόνον κατά τας εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς: — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!