United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά. Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,, Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι λυπημένος. — Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,

Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Έλαμψε πάλι για λίγον καιρό το φεγγάρι-το λυπημένο πάντα -στον ουρανό της Λιόλιας : έβλεπε γύρω της πάλι γλυκό φως ασημένιο και γλαυκό-όσο δεν τα σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό της ψυχής της• μα μόλις που τα σήκωσε κι αγνάντεψε το φεγγάρι, ήτον η Βεργινία που την κύτταζε. . . Είπε ο Νίκος με τον Περικλή να κάμουν τη στεφάνωση κάτω στην Καλλιθέα, στην εκκλησίτσα της Άγια-Σωτήρας πάνω στο βουναλάκι, για πιο ρομάντζα.

Όσα όμως εξηγούν οι γραμματοδιδάσκαλοι διά τα γράμματα και οι διερμηνείς διά την γλώσσαν, αυτά ούτε τα αισθανόμεθα με την όρασιν ή με την ακοήν, αλλ' ούτε και τα γνωρίζομεν. Σωκράτης. Περίφημα τα λέγεις, καλέ Θεαίτητε, και δεν αρμόζει να εναντιωθώ εις αυτούς τους λόγους σου, διά να μεγαλώνης. Κύτταζε όμως ότι μας πλησιάζει και κάτι άλλο και σκέψου πώς θα το αποδιώξωμεν. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή;

Σκαρφαλωμένος κι' όλα στο ψηλό παράθυρο, είχε χώσει το μακρύ κλαδί του μέσ' την κουρτίνα και με τρόπο ελαφρά είχεν απομακρύνει δυο άκρες του υφάσματος και κύτταζε μέσα στο καλοστρωμένο δωμάτιο. Στην αρχή δεν είδε κανέναν άλλο εκτός από τον Περινίς. Έπειτα ήρθε η Βραγγίνα κρατώντας ακόμα το χτένι με το οποίο προ ολίγου είχε χτενίσει τη Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά». Αλλά να, μπήκε η Ιζόλδη.

Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζετο δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσατην κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένατην άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταντα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».

Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Ο κόσμος περνούσε ακόμα, πιο λιγοστός. Άλλοι γύριζαν πάλι απ' τον περίπατό τους με βήμα αργό και κουρασμένο. Και μου φαινότανε πως όλοι με κύτταζαν και κρυφογελούσαν για την ανοησία μου, σαν να ξέρανε το κάμωμά μου. Ο ζητιάνος ήτανε ακόμα καθισμένος στη ρίζα της πιπεριάς. Μου φάνηκε πως με κύτταζε κι' αυτός και κρυφογελούσε για τη δειλία μου.

Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι. — Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του. Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.