United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης.

Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο. — Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ. — Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο. — Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε. — Εγώ; Ποτέ!

Οι δυνάμεις του παραλυούνε, δε μπορεί να προφέρη λέξη, πέφτει στα πόδια της. Η Κυνεγόνδη πέφτει πάνω στον καναπέ. Η γριά τους χύνει μυρωδιές, αναλαβαίνουν τις αισθήσεις τους, ομιλούν: στην αρχή λένε λέξεις κομμένες, ερωτήσεις κι' απαντήσεις διασταυρούμενες, στενάζουνε, κλαίνε, ξωφωνίζουν. Η γριά τους συμβουλεύει να κάμνουν λιγώτερο θόρυβο και τους αφήνει μόνους. — Πώς!

Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.

Πέρασε πολλή ώρα όσο να λυθή η σιγή κι άμα λύθηκε, δε λύθηκε με λόγια. Η γυναίκα μου άπλωσε μόνο το χέρι της σε μένα και μ' έσυρε στον καναπέ. Έπεσε στην αγκαλιά μου κ' ένα μακρύ αναφυλλητό, που φαινότανε πως έβγαινε από το ίδιο στήθος, μας συγκλόνησε και τους δυο. — Πόσο σε λυπούμαι! ψιθύρισε. Πόσο σε λυπούμαι! — Εμένα; Ξαπολύθηκα από αυτή και την κοίταξα.

Θυμούμαι τόσο καλά την Έλσα εκείνο το βράδι. Φαιδρή κ' ευχαριστημένη είχε στρυμωχτεί στη γωνιά του καναπέ κι απολάβαινε σιγά σιγά το τελευταίο ποτήρι της σαμπάνιας. Έμοιαζε με γατάκι, που περιμένει να το χαδέψουνε ή να παίξουνε μαζί του. Κι αντικρινά της καθόμουνα εγώ, κάπνιζα συλλογισμένος ένα καλό πούρο και κοίταζα τον ήλιο, που έτρεμε ανάμεσα στους ίσκιους των δέντρων.

Ήταν ριγμένο το βιβλίο αυτό επάνω σ' έναν καναπέ κοντά μου και η προσοχή μου εστράφηκε σε μια σελίδαπου ήταν σημειωμένη με το μολύβι και βρίσκονταν προς το τέλος της τελευταίας πράξεωςμια σελίδα του ισχυροτέρου πάθους, μια σελίδα η οποία, με όλον τον ανήθικον χαρακτήρα της, ξυπνά μίαν άγνωστον συγκίνησιν σε κάθε άνδρα που την διαβάζει και κάμνει όλες της γυναίκες ν' αναστενάζουν.

Δεν έπαιζε πια μαζί της και την ώρα του δειλινού κατέβαινε κάτω στο περιβόλι και ξαπλονώτανε σ' έναν ψάθινο καναπέ, κυττάζοντας τη θάλασσα και περιμένοντας να περάση η σκιά με το μικρό συνεφάκι του τσιγάρου. Και καθώς δεν είχε τι να κάνη και βαρυότανε ξαπλωμένη απάνω στον ψάθινο καναπέ, ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό τον Παύλο. Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράματα! Και τον αγάπησε με τα καλά της.

Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.