United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο Αριστόδημος πειράχτηκε· πήρε για προσβολή τα υστερνά λόγια του Αλαμάνου. — Να είστε βέβαιοι, είπε από τη θέση του, πως και άνευ της Ελπίδος το σπίτι των Ευμορφόπουλων δεν θα εγίνετο κτήμα ουδενός· ναι, ουδενός ! — Πιθανόν είπε ο Αλαμάνος. — Όχι πιθανόν· είνε βέβαιον ! είπε ο Αριστόδημος ορθοστεκάμενος. Τόσο βέβαιον όσο πως είμ' εγώ που σας ομιλώ τώρα.

Σε τέσσερεις μήνες μέσα, από την ήσυχη μοναξιά του βρέθηκε στα Βυζαντινά τα παλάτια· και θρονιάστηκε, όχι βασιλέας που ή από κλερονομιά ή με βία πήρε την κορώνα, παρά σαν άνθρωπος που έλαβε προσταγή να πάη εκεί να κάμη το χρέος του.

Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κ' οι τρεις τους. — Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κ' η πιο αθυρόστομη της παρέας. — Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατέβουν οι μαζώχτρες.

Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις. Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του. — Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό.

Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.

Ως την άλλη άκρη τον έφερε ο αθώρητος οδηγός του, ο πεντάξυπνός του ο νους. Ως της Προποντίδας τα κύματα. Εκεί μονάχα στάθηκε, αφού πήρε μέσα στην καινούρια πόλη αλάκερη τη χερσόννησο που μας δείχνει ο χάρτης. Κι άρχισαν αμέσως να χτίζουν τειχίσματα και πόλη.

Ξέρω ότι εσύ και η Έστερ την επισκεφτήκατε προσπαθώντας να ταχτοποιήσετε το πράγμα και ότι η Καλίνα έδωσε τρίμηνη παράταση επιβαρυμένη με όλα τα έξοδα διαμαρτύρησης και τους μεγαλύτερους τόκους. Ξέρω ακόμη ότι πήρε σαν υποθήκη το κτηματάκι και το σπίτι, που κακό ψόφο να’ χει.

Είδαμε πως ο Μικρός ο Θεοδόσιος απέθανε στα 450, ύστερ' από σαρανταδυό χρονώ βασιλεία. Είδαμε και πως πήρε τότες η Πουλχερία άντρα και συνεξουσιαστή της το Μαρκιανό, άρχοντα της Θράκης. Πως ο Μαρκιανός δεν είταν του γλυκού νερού το νοιώθουμε από το μήνυμα πούστειλε του Αττίλα όταν ο αχόρταγος Ούνος του ζήτησε απότομα το χρονιάτικό του.