United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν το μπόρεσε και με μιαν έκφραση μεγάλου πόνου έπεσε πάλι στην αναισθησία, που είναι προμήνυμα του θανάτου. Πολλές φορές ξαναδοκίμασε να μιλήση και κάθε φορά φαινότανε στο πρόσωπό της αυτή η έκφραση της απελπισμένης αδυναμίας και κάθε φορά μας ξέσκιζε την καρδιά περσότερο.

Βήμα με βήμα ένοιωσα να μεγαλώνη μέσα μου η πιθανότητα μιας τέτοιας πεποίθησης κι όσα δοκίμασα τα τελευταία χρόνια θρέψανε στο αίστημά μου την πιθανότητα αυτή, που το λογικό μου δεν μπορούσε ούτε να την παραδεχτή ούτε να την αποκρούση. Ταυτόχρονα μου φαινότανε σα να έμενα μόνος σε όλα αυτά και σαν η γυναίκα μου να μην ήθελε ή να μην μπορούσε να δη τι γινότανε μέσα μου σ' αυτό το ζήτημα.

Το σακκάκι του λοστρόμου με τα παπούτσια του βουλευτή που κλαίγανε μισοτριμμένα και ξεθωριασμένα απάνω του, μου φαινότανε πως μου λέγαν: «Μην τον ξεσυνερίζεσαι τον άνθρωπο». — Μα γιατί, χριστιανέ μου, αν αγαπάς το Χριστό, γιατί; — Γιατί, λέει; φώναξε με μια ιερή αγανάκτησι. Στέλνει ο κόσμος τα κορίτσια του να βγάλουν το ψωμί τους και βγάζουν... τα μάτια τους. Τι είδανε τα μάτια μου εγώ το ξέρω.

Φαινότανε καλά, πως δεν είχε μορφωθή από τον δόχτορα Παγγλώση, Στο τέλος των τριών μηνών, αφού έχασε τα χρήματά του κι' αφού με χόρτασε, με πούλησε σ' έναν Εβραίο ονομαζόμενο δον Ισσάχαρ, που εμπορευότανε στην Ολλανδία και στην Πορτογαλλία και που αγαπούσε με πάθος τις γυναίκες. Αυτός ο Εβραίος αφοσιώθηκε πολύ σε μένα, αλλά δεν κατώρθωσε να με νικήση.

Μα, στον ακούραστό μας το Μυλόρδο, που είταν καλός από δυο τρία μισοφαγωμένα ψηφιά σε παλαιικό μαρμαροκόμματο απάνω ιστορίες αλάκερες να σκαρώνη, που κι από τα λόγια των Αμαριωτών αρχαιότητες μάζευε, σε κείνονα μήτε της Κυρά Μπάρτλεης το συγγενολόγι δε φαινότανε δύσκολο πράμα.

Είναι μαζί κ' η απορία για κείνα που έχουν γίνει, η ίδια απορία που σαλεύει στο βάθος κάθε συνειδητής ζωής — — — Τη στιγμή αυτή θυμούμαι πως ένα βράδι μπήκα στην κάμαρα της γυναικός μου και τη βρήκα να κάθεται συλλογισμένη μ' ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Διάβαζε στο βιβλίο και το πρόσωπό της φαινότανε δυσαρεστημένο. Έσκυψα απάνω από τον ώμο της κ' είδα πως το βιβλίο που διάβαζε είταν η Γραφή.

Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής. — Και τα φορέματά τους; — Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι. Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του.

Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.

Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.

Μου φαινότανε σα να έπρεπε να δοκιμάσουμε ό,τι θλιβερό και βαρύ δοκιμάσαμε, μόνο και μόνο για ναπολάψουμε έπειτα πιο βαθιά την ευτυχία. Ένοιωθα ευγνωμοσύνη για κάθε νέα μέρα που περνούσε, είμουνα ευχαριστημένος που μπορούσα να λησμονώ κ' είχα το συναίστημα πως τραβούσαμε προς μιαν ευτυχία μεγαλήτερη από κείνη που φτάνουν οι άνθρωποι.