United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα ματάκια της ραντίζουν το κοκκινόχωμα του χωριού της. Ε! έτσι είταν της μοίρας της! Θα χωριστή τόρα απ' τη μαννούλα της, θα πάη πέρα σε ξένη χώρα γι αυτή και σε ξένο κόσμο. Λίγα βήματα ακόμα και φτάνουν στο σταθμό. Το τραίνο ήρθε λαχανιάζοντας, κατάμαυρο. Τα δυο μεγάλα κόκκινα μάτια του μπροστά, οι λυχνίες του στη γραμμή, απλόνουν κόκκινες φωτερές πλατειές λωρίδες στα χαλίκια.

Όλα μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο.

Γυμνός στον κόσμο μπήκα και θέλα βγω γυμνός, Ο κόσμος είναι ξένος, δεν έμεινε τινός. Μακριά λοιπόν φροντίδες ματαίων στοχασμών, Που κατατυραγνάτε με ηδονών χαμόν. Μου φτάνουν να 'χω μόνον υγιά, καλή καρδιά, Ζωής ευτυχισμένης τα μοναχά κλειδιά. Λεν ο κόσμος, η αγάπη Έχει βάσανα πολλά. Εγώ λέγω, πως σε ταύτο Δε στοχάζουνται καλά.

Και θάσαι σκυμμένη στον ώμο μου σαν τότες, και το χέρι μου θ' αγκαλιάζη την ολόθερμη δαχτυλιδένια μέση σου. Πέρα από τ' αμπέλια μόλις θα φαίνουνται μέσ' απ' τα κλαριά τα τσαπιά των αργατών λαμποκοπώντας στον ήλιο, που θα σκάφτουν τη γις, μόλις θα φτάνουν τα τραγούδια τους.

Μου φαινότανε σα να έπρεπε να δοκιμάσουμε ό,τι θλιβερό και βαρύ δοκιμάσαμε, μόνο και μόνο για ναπολάψουμε έπειτα πιο βαθιά την ευτυχία. Ένοιωθα ευγνωμοσύνη για κάθε νέα μέρα που περνούσε, είμουνα ευχαριστημένος που μπορούσα να λησμονώ κ' είχα το συναίστημα πως τραβούσαμε προς μιαν ευτυχία μεγαλήτερη από κείνη που φτάνουν οι άνθρωποι.

Τότες γυρνώντας πάλε οι διο ξαναρχινούμε μάχη κιάς έχουμε καταδρομή, κι' έτσι ίσως ενωμένοι σώσουμε καν το λείψανο για το γοργό Αχιλέα απ' τους οχτρούς· τώρα άλλη πια παρηγοριά δεν έχει105 Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βαθιά, να! οι λόχοι φτάνουν των οχτρών κι' ο Έχτορας π' οδήγαε.

Άραγε φτάνουν τα χρήματα που πληρώνει αυτός, φτάνουν για να γίνουν όλα αυτά, και να γίνουν μαζί και όλα τάλλα, όσα χρειάζονται οι έξω από τα σύνορα Έλληνες; Οι προϋπολογισμοί του κράτους γι' αυτό προπάντων δεν βγαίνουν σωστοί, και έχουν ελλείμματα, και γι' αυτό γίνηκαν τόσα δάνεια.

Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!

Φαντάσου τόρα που σου γράφω, απάνω από εκατό ζευγάρια μάτια με κατατρώγουν. Και δε φτάνουν οι αρσενικοί, έχω και τους θηλυκούς. Τι χαριτωμένες γυναίκες οι επαρχιώτισσες!...Βιζαβί μου μπόλικες. Να αυτή η χοντρή και παχειά σαν βουτσί με τα δύο κορίτσιά της, κάτι μιξάρικα σιχαμένα, που θάταν όμορφα κορίτσια, αν ήξεραν να ντυθούν και να μιλήσουν.

Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.