United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν ως που έκλεισε τα μάτια. Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του.

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς.

Απανωτά το πλημμύρισαν οι Ούννοι το Ουράνιο Κράτος, και μια φορά τόσο το ταπείνωσαν, που αναγκάστηκε να τους δίνη φόρο κορίτσια. Μετά πολλά όμως τους καταπόνεσαν οι Κινέζοι, τον πρώτον αιώνα περίπου πρι Χριστό, κι από τότες άρχισαν και κινούσανε δυτικά. Πήγαιναν, πήγαιναν, και με τον καιρό φτάσανε στα μέρη της σημερινής της Ρουσσίας και της Αουστρίας. Έτρεχε το αίμα ποτάμι όπου ξεφύτρωναν.

Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα. Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν. Ήταν ολάσπρα.

Τα μάτια σου τοίχους τρυπούν και κρυφοθωρούνε, και συ γι' αυτιά μου μιλάς. Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη, κι άδικα με κολάζεις. Ψυχή δεν τρύπησα τοίχο να κοιτάξω. Τώρα πια δεν κρύβουνται τα κορίτσια σα θεν αγάπες, κ' έννοια σου. Στον καιρό μας είταν αυτά.

Οι χωρικοί καταλυπημένοι, ξαφνισμένοι από τ' ανεπάντυχο κακό, απόμειναν σαστισμένοι, ταμπλοβαρεμένοι. Ο νοικοκύρης του λινού, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα κορίτσια, ο σκύλος του, ο μεγαλόσωμος και κατσαρός σκύλος, με χαμηλωμένο κεφάλι, με θολά μάτια κι αυτός, εγώ, όλοι βγήκαμε όξω, τραβήξαμε στ' αλώνι.

Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

— Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ' είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαντην μεγάλην τηγανίτανηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν.

Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.