United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα μπουν στην αγορά και κοντά στου Αρμοδίου τον μεγάλον ανδριάντα θα τραβάμε κλήρους πάντα, και καθένας θα μαθαίνη σε ποιό γράμμα θα δειπνήση με χαρά του να πηγαίνη. Οποιοι πέσουνε στο Βήτα, στη στοά των βασιλέων θα δειπνούνε• και στο Θήτα όσοι πέσουν, στο Θησείον και όσοι πέσουνε στο Κάππα, στη στοά των Αλευράδων. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να χαύτουνε; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου τάπα, μα τον Δία• για να τρώνε!

Ο Θεός να σ' ευλογήση! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣτου Καπουλέτου σήμερα το σπίτι θα δειπνήση κ' η Ροζαλίνα σου αυτή, που τόσον την λατρεύεις, και όλ' αι πλέον θαυμασταί ωραίαι της Βερώνας. ΡΩΜΑΙΟΣ Εάν εις την λατρείαν των ποτέ των απιστήσουν τα 'μάτια μου, — εάν ποτέ κηρύξουν τέτοιον ψεύμα, ας χύνουν αντί δάκρυα, φωτιάν!

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Για να είμαι εντελώς ελεύθερος, τα κατάφερα να δειπνήση απόψε η γυναίκα μου στο σπίτι της αδερφής μου και να μείνη εκεί όλη τη βραδυά. ΔΟΡΑΝΤ Εκάνατε πολύ φρόνιμα. Η γυναίκα σας θα μας ήταν εμπόδιο. Διέταξα εκ μέρους σας το μάγειρο να ετοιμάση ό,τι πρέπει καθώς και ό,τι χρειάζεται για το μπαλλέτο.

Έπειτα πηγαίνει να δειπνήση, ενώ ημείς τρέχομεν να ετοιμάσωμεν τα φορέματά μας και να συμφωνήσωμεν χονδρικώς περί του διαλόγου, τον οποίον πρέπει έπειτα ν' αυτοσχεδιάσωμεν επί της σκηνής. Εξ όλων των δραματογράφων μόνος ο Σουλτάνος κατορθώνει να παρευρεθή εις την παράστασιν των έργων του μίαν ώραν αφού τα συνθέση. — Η ιδέα, απεκρίθην, δεν είνε εντελώς πρωτότυπος.

Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή.

Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ' ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπάρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά. — Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ' αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ' βάρκα, από Σταβέτ;

O Άρπαγος λοιπόν, ως ήκουσε ταύτα, προσεκύνησε και επέστρεψεν εις την οικίαν του μακαρίζων εαυτόν εν τω βάθει της καρδίας του ότι το σφάλμα του εστράφη εις καλόν και ότι επί χρησταίς ελπίδες τον προσεκάλουν να δειπνήση. Συγχρόνως δε διηγήθη όλος περιχαρής τα συμβάντα της ημέρας εις την γυναίκα του.

Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών ετόλμησεν.

Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.

Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ ήρχετο να δειπνήση μεθ' ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει, εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν' αποκριθή εις τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου: — Πού είναι ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν. — Τώρα θα έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου. — Και ο Κιαμήλης: ηρώτησα εκ νέου.