United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΑΜΨΩΝ Έξω τα σπαθιά, αν είσθε παλληκάρια! — Γρηγόρη, μη ξεχνάς την σπαθιάν οπού σ' έμαθα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, σύρων το ξίφος. Σταθήτε, ανόητοι! Κάτω τα σπαθιά! Δεν ηξεύρετε τι κάμνετε! ΤΥΒΑΛΤΗΣ, εφορμών με τα ξίφος εις την χείρα. Με τούτα τ' άκαρδα σκυλιά τι παίζεις το σπαθί σου; Γύρνα εδώ, Μπεμβόλιε, κι’ αντίκρυσε τον Χάρον.

Δεν ηξεύρω να έχη όλη η Ιταλία άνθρω- πον πλέον θερμοαίματον από εσένα. Γυρεύεις αιώνια περίστασιν ν' απλώσης το ζωνάρι σου, και απλόνεις το ζωνάρι σου διά να εύρης περίστασιν. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τι θέλεις να ειπής με αυτό; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ ότι αν είχεν ο κόσμος άλλον ένα ωσάν εσένα, δεν θα επολυχρόνιζε κανείς από τους δυο σας· — ο ένας θα έτρωγε τον άλλον.

Ο κακόμοιρος ο Ρωμαίος είναι απο- θαμμένος πλέον! Τον εμαχαίρωσε το μαύρο 'μάτι μιας άσπρης κοπέλας· του ετρύπησε το αυτί ένα ερωτικόν τραγουδάκι· του επλήγωσε τα φυλλοκάρδια το βέλος του τυφλού παιδιού που ηξεύρεις·και θέλεις τέτοιος άνθρωπος να δείξη στήθος εις τον Τυβάλτην; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και τι τάχα είναι ο Τυβάλτης; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δεν χωρατεύει ο Τυβάλτης.

Ο Θεός να σ' ευλογήση! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣτου Καπουλέτου σήμερα το σπίτι θα δειπνήση κ' η Ροζαλίνα σου αυτή, που τόσον την λατρεύεις, και όλ' αι πλέον θαυμασταί ωραίαι της Βερώνας. ΡΩΜΑΙΟΣ Εάν εις την λατρείαν των ποτέ των απιστήσουν τα 'μάτια μου, — εάν ποτέ κηρύξουν τέτοιον ψεύμα, ας χύνουν αντί δάκρυα, φωτιάν!

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μ' επλήγωσε! ς' τ' ανάθεμα τα δύο σπιτικά σας! Από την μέσην μ' έβγαλε μιαν και καλήν! — Κ' εκείνος, απλήγωτος το έστρηψε. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τι; πληγωμένος είσαι; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δεν είναι παρά ξέγδαρμα· ναι, ξέγδαρμα· πλην φθάνει! Πού είν' ο δούλος μου; Μωρέ, τρέχα ιατρόν να φέρης. ΡΩΜΑΙΟΣ Θάρρος, ω φίλε· ελαφρά θα ήναι η πληγή σου.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να, έρχεται. Παρακαλώ, αφήσατέ μας μόνους. Θα καταφέρω να μου ‘πή ποιος είναι ο καϋμός του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ παρά να κατορθώσης να σου ανοίξη την καρδιάν. — Πηγαίνωμεν, γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εξάδελφε, καλόν πρωί! ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι πρωί ακόμη; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μόλις εσήμαναν εννηά.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Οπόταν έφθασα εδώ, τους δούλους του εχθρού σου μαζή με τους ανθρώπους σου τους ηύρα εις τα χέρια. Αμέσως εξεσπάθωσα διά να τους χωρίσω· αλλ' ο Τυβάλτης έξαφνα προβάλλει κορωμένος, με το σπαθί ολόγυμνον, και μου τρυπά τ' αυτιά μου με λόγια ερεθιστικά, και σείει το σπαθί του επάν' απ' το κεφάλι του, και κόπτει τον αέρα, και ο αέρας, άκοπος, σφυρίζει περιγέλιον.

Είναι καπνός ο Έρωτας, και γίνετ' απ' τα νέφη των στεναγμών αν σηκωθή, εκείνος που λατρεύει βλέπει την λάμψιν της φωτιάς· αν ο καπνός καταίβη, δεν βλέπει παρά πέλαγος, οπού με δάκρυ τρέφει. Τι άλλο είν' ο Έρωτας; — Μια γνωστική μανία, — πόνος που πνίγει τον λαιμόν, και γλύκα ζωογόνος! Εξάδελφε, σε χαιρετώ. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αγάλια! πού πηγαίνεις; Μαζή σου έρχομαι κ' εγώ. Με αδικείς, αν φύγης.

Ω! περίφημη passata. Να punto re- verso μίαν φοράν. Να σου hai . ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να σου, τι; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Να τους πάρη η ζάλη αυτούς τους φαντασμένους, όλον μορφασμούς και τσακίσματα γεμάτους, και προσ- ποίησιν απ' επάνω έως κάτω, οπού σου τα λέγουν τορ- νευμένα: « Μα τον Δία! κάλλιστον ξίφος!

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Καλλίτερα να φεύγωμεν, καλέ Μερκούτιέ μου· καίει ο ήλιος, κ’ εδώ γυρίζουν Καπουλέτοι· εάν τους απαντήσωμεν, θα μαλοκοπηθούμεν, διότ' η ζέστη η πολλή το αίμα το ανάπτει.