United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι εστόλιζον την κόμην της. Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.

Δεξιά κάθηται άνθρωπος με πολύ μεγάλα ώτα σχεδόν όπως του Μίδου, ο οποίος εκτείνει την χείρα του προς την Διαβολήν ερχομένην προς αυτόν και ευρισκομένην ακόμη εις απόστασιν. Εκατέρωθεν αυτού στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, υποθέτω, και η Υποψία.

Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα. — Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού. — Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού. — Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.

Και ποίος να της σφαλήση τα μάτια; αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι, «η λαχταριασμέναις, η αχρόνιασταις!», να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν' αποθάνη εις το πείσμα των, ν' αποθάνη χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.

Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν μας. — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε! Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.

Ηκούσθη παρατεταμένος τριγμός, και σφοδροτάτη δόνησις διαρκέσασα επί τινα χρόνον. Κονίαι και τεμάχια λίθων απεσπάσθησαν από της οροφής του σπηλαίου και κατέπιπτον μετά δούπου επί του εδάφους. Ο Θευδάς έφερε την χείρα εις την κεφαλήν. Τα είδωλα εφάνησαν κινούμενα, ως να ωρχούντο άγνωστόν τινα όρχησιν. Η Αϊμά εστέναξεν, αφυπνίσθη αποτόμως, εκινήθη και ανεκάθισεν.

Ο υπασπιστής του ιππικού Κακλαμάνος, διαμένων πλησίον του Καραϊσκάκη εις όλους τους κινδύνους της ημέρας ταύτης, έδειξεν ηρωισμόν και τόλμην ασυνείθιστον· μάλιστα όταν σφαίρα εχθρικού κανονίου του αφαίρεσε την δεξιάν χείρα, αυτός χωρίς να δείξη διόλου δειλίαν, εξακολούθησε την μάχην, λαβών με την αριστεράν του το σπαθίον, το οποίον εκράτει εις την κοπείσαν χείρα του.

Και τ' αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ' αρνί; είπε μία χωρική εις τον πλησίον σύντροφόν της. — Ώμορφο πράμμα, εψιθύρισεν ούτος, θωπεύσας τον Γιάννο. — Ε μωρέ, για το σουβλί! εφώναξεν άλλος, φέρων την χείρα του υπό την ουράν του Γιάννου, ως κάμνουν οι κρεοπώλαι δια να εκτιμήσουν το πάχος των αρνίων. — Kαι ξέρει κάτι τραγούδια! . . . επρόσθεσεν άσεμνον γραΐδιον, δήθεν χαριτολογούν.

Μου ήλθε διά μιας εις την μνήμην ολόκληρος η περίοδος της εν Χίω διαβιώσεώς μας, και η ανά πάσαν εσπέραν περιμενομένη επίσκεψίς του, ενθυμήθην τον πατέρα μου και ηθέλησα να θλίψω την χείρα του γέροντος και να του είπω ότι ο φίλος του απέθανεν. Επέστρεψα προς αυτόν και εστάθην ενώπιόν του. Διέκοψε το κάπνισμα εκείνος και με ητένισεν απορών. ― Έχω να σου ειπώ δύο λόγια μυστικά, αυθέντα μου.

Εκείνοι οίτινες δεχθώσι το σώμα πράττουσιν όσα και οι βασιλικοί Σκύθαι οίτινες έφεραν αυτό· κόπουσιν ολίγον το ωτίον των, περικείρουσι τας τρίχας της κεφαλής, περιτέμνουσι τους βραχίονας, κάμνουσιν αμυχάς εις το μέτωπον και την ρίνα, και διαπερώσι με βέλη την αριστεράν χείρα.