United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας. — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή. — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,

Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθή, αλλ' επί τέλους, περί τα τέλη της Γ' συνόδου, διελύθη. Κατά την πρώτην σύνοδον, ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του, και τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους.

Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν μας. — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε! Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.

Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου, ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα, ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της υπηρετρίας. Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα.

Τον ηκολούθουν εις όλα και εις την εργασίαν του αυτήν, τω συνέβη δε πολλάκις να κύπτη επί ώραν προ συνταγής αφηρημένος, χωρίς να δύναται να φέρη αυτήν εις πέρας, προς μεγάλην απορίαν της γραίας υπηρετρίας του, αγνοούσης που ν' αποδώση την αλλοφροσύνην του αυτήν. Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθε τ' αφεντικό μου· έλεγε πότε πότε.

Με λαμπρότατον κήπον και πρώτης τάξεως σταύλους· το θέτω εις την διάθεσίν σας. Εις την διάθεσίν σας αυτό και τους υπηρέτας του, τους υπηρέτας του και τας υπηρετρίας του. Εκεί θα τα ειπούμεν, θα τα ειπούμεν εν ανέσει. Εκεί θα περάσωμεν μαζί τας ωραιοτέρας ημέρας, τας ωραιοτέρας ημέρας και τας νύκτας. — Εδώ ομιλεί ο φιλόξενος Ανατολίτης, είπον κατ' εμαυτόν, όχι ο εγωιστής Άγγλος.

Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου. Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων.

Δεν είπε όμως από τι υπέφερε, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον καταλάβαιναν. «Σου τις έβρεξε η θεία σου Νοέμι;» «Δε σε φίλησε αρκετά η Γκριζέντα; Ξύλο που της χρειάζεται!», είπε ο Μιλέζος, επαναλαμβάνοντας την κακογλωσσιά της λαίμαργης υπηρέτριας. «Ουφξεφύσησε ο Τζατσίντο ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρατήσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και καθώς ο ώμος του έτρεμε ο ντον Πρέντου το πρόσεξε και χλόμιασε ελαφρά.

Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η φωνή της υπηρετρίας. — Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.

Είνε οκτώ παρά τέταρτον. Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας. — Αφέντη! — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·Έφερε τα γάντια μου; — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .