United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΕΓ. Εγώ δεν το πιστεύω ότι αμέλησέ ποτε τα χρέη της εκείνη. Εάν τους ακολούθους σου θέλη να βάλη εις τάξιν, έχει νομίζω αφορμήν και λόγους έχει τόσους, ώστε κανείς δεν ημπορεί να την κατηγορήση. ΛΗΡ Να έχη την κατάραν μου! ΡΕΓ. Αυθέντα, είσαι γέρος· η φύσις πλέον σ' έφερετου δρόμου της την άκρην.

Ο Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν.

« Τίμιος μεν και ο μηδέν αδικών, είπεν ο Πλάτων, αλλ' ο μη επιτρέπων τοις αδικούσιν αδικείν, πλέον ή διπλασίας τιμής άξιος εκείνου. » Διπλασίας τιμής άξιος ήτο λοιπόν και ο Αριστείδης, διότι και αυτός δεν ηδίκει, και τους άλλους απέτρεπεν από τας αδικίας.

Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.

Εγώ τότε λαμβάνοντας τόσας περιποιήσεις, χάριτας και ευεργεσίας, ενομιζόμουν ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος· και βλέποντάς με οι άρχοντες του παλατίου, και οι άλλοι της πόλεως να συχνάζω εις την συναναστροφήν του βασιλέως, και εις το παλάτι όλοι σχεδόν εφιλιώνοντο μαζί μου, και με ετιμούσαν ως ένα άρχοντα του παλατίου τόσον, που εγώ εκεί επολιτευόμουν ως ένας πολίτης και εντόπιος, και όχι πλέον ως ξένος, όντας ευχαριστημένος εις όλα.

Ετούτος ο βεζύρης ήτον ένας από τους πλέον κακοτρόπους του κόσμου, οι οποίοι δεν έχουν αντίρρησιν να κάμουν τες μεγαλύτερες ανομίες διά να πληρώσουν την επιθυμίαν τους. Είχεν αυτός μίαν θυγατέρα δέκα οκτώ χρονών και την ωνόμαζε Μπάλκω, η οποία ήτο στολισμένη με όλα τα καλά ήθη.

Κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ούτοι ήσαν οι αυτουργοί της πυρκαϊάς και έχαιρεν ο λαός, επειδή η τιμωρία των έμελλε να είναι θέαμα λαμπρόν. Εις την πόλιν, μεταξύ των ερειπίων, εχάρασσον νέας οδούς πλατυτάτας. Εδώ και εκεί έβαλλον θεμέλια οικιών, μεγάρων και ναών. Αλλά προ παντός άλλου ήγειρον εν μεγάλη σπουδή τα αχανή ξύλινα αμφιθέατρα, όπου έμελλον να αποθάνωσιν οι χριστιανοί.

Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος, ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να δημιουργή τα αιώνια εκείναηξεύρεις; — σχέδιά του περί πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.

Και εξακολουθούντες την πορείαν με βροχήν και τον ποταμόν δυσκόλως διαβάντες έφθασαν βραδύτατα, ότε πλέον οι σύντροφοί των είχον αιχμαλωτισθή ή φονευθή.

Η φύσις, διατηρούσα το κράτος της, επιβάλλει και εις τους ανθρώπους την απλότητά της. Και εδώ οι Αθηναίοι δεν κινούνται πλέον ως νευρόσπαστα, αλλά περιπατούν ως άνθρωποι· και τίποτε δεν τους εμποδίζει ναφεθούν εις την γοητείαν της φαληρικής εσπέρας.