United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήκουσαν αι θυγατέρες ότι τον θησαυρόν του Μοναστηρίου έλαβον ως ήτο μετά του αρχαίου κυλινδρικού δοχείου, του οποίου το επικάλυμμα έφερε την εικόνα του Ευαγγελισμού, ήκουσε και ο καπετάν-Θοδωρής ότι ο θησαυρός απετελείτο εκ χρυσών νομισμάτων αυστριακών, γαλλικών και τουρκικών.

Την πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν.

Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση. Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ.

Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον, θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν Σικελία ίσως. Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν, θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του Πέτρου. Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε!

Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον·Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!

Λοιπόν σε παρακαλώ να μείνης εδώ μαζί μου εις αυτάς τας έξ ημέρας εις συναναστροφήν και συντροφιάν μου, και θέλω σε φιλοδωρήσει κατά το αξίωμα και το προτέρημά σου· εγώ διά να μη φανώ αχάριστος και αδιάκριτος εδέχθην την αίτησιν της βασιλοπούλας, και ευθύς με έμβασεν εις ένα ευμορφότατον λουτρόν, και αφού ελούσθηκα, μου έφερε λευκότατα και μαλακά φορέματα διά να ενδυθώ, έπειτα με ωδήγησεν εις ένα ανώγειον εστρωμένον με πολυτίμους τάπητας και μαξιλάρια, και εκεί είχεν ετοιμάσει μίαν τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά και οπωρικά, και εξεφαντώσαμεν το επίλοιπον της ημέρας· και την ερχομένην νύκτα με έλαβεν εις το κρεββάτι της· την ακόλουθον πάλιν ημέραν, αφού εβγήκαμεν από το λουτρόν, ετοίμασεν ευθύς ένα εύμορφον γεύμα, διά να με ευχαριστήση με όσα εζήτει η όρεξίς μου.

Φρένιασε ο Δημήτρης και πήγε. Όντας οξύθυμος από φυσικό του, κόρωσε μέσα του οργή λυσσάρικη κι αχαλίνωτη. Τίποτις δε ζύγιαζε, τίποτις δεν ήθελε να ζυγιάση μήτε να κρίνη. Λες και μ' ένα παράλογο, θεότρελλό πήδημα ο νους του τον έφερε σε μια και μονάχη κρίση κι απόφαση, την κακή και την άδικη.

Το είχε κι ο Ιουστινιανός αλλαγμένο τόνομά του από τότες που τον έφερε ο θειος του στην Πόλη και σπούδαξε. Φαίνεται πως σπούδαξε ο Ιουστινιανός στα γερά, και μέσα στις πρώτες του εκείνες μελέτες πρέπει να του κατέβηκε το μεγάλο του όνειρο, η ανάσταση της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.

Ύστερ' απ' ολίγο, τα έφερε ο διάολος να μαλλώση με τον ένα, έπειτα με τον άλλον, παπά της Εκκλησιάς· τότε κι' αυτή, για να μην τους τα χαραμίζη, και κολάζη την ψυχή της, έπαψε της προσφορές και τα μνημόσυνα. Μόνο επήγαινε ακόμα στην Εκκλησιά, κ' εκολλούσε κεράκια στους Αγίους.

Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.