United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΩΝ Μην τύχη στης Πυθίας κ' ήλθες το βράχο πειο μπροστά; ΞΟΥΘΟΣ Εις της γιορτές του Βάκχου. ΙΩΝ Σε τίνος σπίτι έμεινες; ΞΟΥΘΟΣεκείνον που με γνώρισε με τα κορίτσια των Δελφών. ΙΩΝ Εις τα μυστήριά τους, ή θέλεις για να ειπής κι' αλλού; ΞΟΥΘΟΣ Εις των Μαινάδων τη γιορτή. ΙΩΝ Είχες σωστή τη' γνώσι σου, ή μεθυσμένος ήσουν; ΞΟΥΘΟΣ Επαραδόθηκα μ' αυτές στης ηδονές του Βάκχου.

ΣΤΕΦΑΝ. Το βουτσί ολάκερο, αδελφέ μου. Το κρασοστάσι μου είναι σ' ένα βράχο παραγιαλού· εκεί έχω κρυμμένο το κρασί μου. Απόρριμμα, μωρέ, πώς πάει η τρεμούλα σου; ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είσαι ουρανοκατέβατος; ΣΤΕΦΑΝ. Φεγγαροκατέβατος, σε βεβαιώνω· εγώ ήμουν εκείνον τον καιρό ο άνθρωπος του φεγγαριού.

Σαν είπε το «Δι' αυκών» ο παπάς, πάλι άρχισε να ψαίλνη αγιασμό, μέσα 'σε μια λεκάνη μεγάλη, σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται. Σαν άρχισε ο αγιασμός, η γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη· — Η Περιστέρα... τώρα θα φανή! — Τώρα θα κατεβή η Περιστέρα! — Να, τώρα... τώρα θα βγη η Περιστέρα.

Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι. Ο Άριελ τραγουδάει.

Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι.

Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθησα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες. Η ιδέα ότι θαρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήση, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνη τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ.

Ήτανε φοβερό το θέαμα να βλέπω από το βράχο στο φως του φεγγαριού να στριφογυρνούν τα κύμματα που κυλούν να σκάφτουν τη γη, να σκεπάζουν τους αγρούς, τα λιβάδια, τους θάμνους και όλα και να σχηματίζεται από τη μία άκρη της κοιλάδος έως την άλλη μια αγριεμμένη θάλασσα στο φύσημα του ανέμου!

Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη, να χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσατο σπιτότοπο, ν' αράζουν οι βάρκαιςΕθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος.

Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μούπε: — Έλα την τρίτη ταπομεσήμερα στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα γράμματα. Στην κερατιά να μ' ανημένης. Κευθύς έφυγε κιαπόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας. Την τρίτη τ' απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σαρκετή απόσταση από το χωριό.

Αλλά ο Θεός μας λυπήθηκε. Τον ικετεύσαμε, έσωσε τη Βασίλισσα και ήτανε δικαιοσύνη που την έσωσε. Κι' εγώ επίσης πήδησα από έναν ψηλό βράχο, και γλύτωσα με τη βοήθεια του Θεού. Τι έκανα έπειτα το αξιοκατάκριτο; Η Βασίλισσα ήτανε παραδομένη στους λεπρούς, έτρεξα να την βοηθήσω, και την επήρα.