United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος, θα κάμη ό,τι πρέπει και θα φανή ότι κάμνει άξια του Πηλέως και του πατρός του Αχιλλέως. Θα διώξη λοιπόν την κόρην σου από το σπίτι, όταν δε συ θέλησης να την δώσης εις άλλον άνδρα, τι θα του είπης; ότι τάχα τον άφησε, φρόνιμη αυτή, και έφυγε, επειδή ήτο κακός σύζυγος; Αλλά αυτό θα είναι ψεύδος.

Αγαπά μεν λοιπόν και αυτός χωρίς να γνωρίζη τίνα· και ούτε συνείδησιν του πάθους του έχει ούτε δύναται να το εξηγήση, αλλ' ωσάν από άλλον να έχη αποκτήσει πονόμματον, δεν δύναται να εξηγήση την αιτίαν της ασθενείας του, του διαφεύγει δε ότι τον εαυτόν του βλέπει εντός του εραστού του ως εντός καθρέπτου.

Το κέντημα κι ο Αριστόδημος έμεναν καρφωμένοι στη θέση τους. Κυττάζονταν και ξανακυττάζονταν επίμονα, λες κ' ήθελε ο ένας να μαγέψη τον άλλον. Λίγολίγο ξεθύμωνε ο αρχαιολόγος και το πρόσωπό του ξεμούσκλωνε. — Μωρ' είν' ωραίο! εξαίσιο! εφώναξε άξαφνα· μα το Θεό είνε τέλειο! Και τι τέχνη! τι αρμονία!... Αμ' δεν είνε κέντημα αυτό· είνε ποίημα!... ποίημα κι απ' τα καλήτερά μας!...

Εξ άλλου πάλιν και μόνον το να επιτρέψη εις άλλον να λέγη ότι υπάρχει κάποιον όνομα, και αυτό πάλιν δεν είναι λογικόν. Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Όταν δέχεται το όνομα το οποίον είναι διάφορον από το πράγμα, αμέσως δέχεται δύο πράγματα. Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος.

Και αφού γίνη και αυτή η διχοτόμησις και φανή πλέον τότε η ανθρωπονομική τέχνη, να φέρωμεν τότε τον πολιτικόν και τον βασιλικόν και να τον ενθρονίσωμεν εις αυτήν ως άλλον ηνίοχον, και να παραδώσωμεν εις αυτόν τας ηνίας της πόλεως, διότι είναι ιδικαί του και εις αυτόν ανήκει αυτή η επιστήμη. Νέος Σωκράτης.

Καθώς το είπες. Ξένος. Τότε λοιπόν πρέπει να διχοτομήσωμεν τας επιστήμας, καθώς εκάμαμεν, όταν εξετάζαμεν τον προηγούμενον. Νέος Σωκράτης. Πολύ πιθανόν. Ξένος. Αλλά, φίλε Σωκράτη, μου φαίνεται ότι η διχοτόμησις δεν θα γίνη κατά τον ίδιον τρόπον. Νέος Σωκράτης. Αλλά πώς; Ξένος. Κατ' άλλον τρόπον. Νέος Σωκράτης. Έτσι φαίνεται. Ξένος.

Απαντήθηκαν έλεγε, δυο καπετάνοι στο πέλαγο κ' ερώτησεν ο ένας τον άλλον πούθε ερχόταν. — Από το Ύδρ' από το Σπέτσ' απ' το χοντρό το θάλασσα· του αποκρίθηκεν ο ένας. — Και τι χαμπάρια; — Τι χαμπάρια; καλά.

Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήση μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου, αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός γιουβετσίου, δύο γαλονιών οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχιών περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχη πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς εκαυχάτο ο ίδιος.

Έχαιρε τόσον πολύ, διότι συνήντησεν ανθρώπους από το Βωνττ, έλεγεν αυτός· Βωνττ και Βαλαί ήσαν πολύ καλά γειτονικά καντόνια. Εξέφραζε την χαράν του τόσον εγκαρδίως, ώστε δεν ημπόρεσε να παραλείψη η Μπαμπέττα να του σφίξη το χέρι δι' αυτό. Επήγαιναν ο ένας κοντά εις τον άλλον 'σάν να ήσαν παλαιοί γνώριμοι.

Εις ποίον δε άλλον καιρόν χάνομεν αυτάς; Διότι βέβαια δεν γεννώμεθα έχοντες αυτάς, καθώς παρεδέχθημεν προ ολίγου. Η μήπως χάνομεν αυτάς κατά τούτον τον καιρόν, κατά τον οποίον και τας λαμβάνομεν; Ή δύνασαι να είπης κανένα άλλον καιρόν κατά τον οποίον τας χάνομεν; Διόλου, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, αλλά δεν εκατάλαβα ότι τίποτε δεν έλεγα.