United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κέντημα κι ο Αριστόδημος έμεναν καρφωμένοι στη θέση τους. Κυττάζονταν και ξανακυττάζονταν επίμονα, λες κ' ήθελε ο ένας να μαγέψη τον άλλον. Λίγολίγο ξεθύμωνε ο αρχαιολόγος και το πρόσωπό του ξεμούσκλωνε. — Μωρ' είν' ωραίο! εξαίσιο! εφώναξε άξαφνα· μα το Θεό είνε τέλειο! Και τι τέχνη! τι αρμονία!... Αμ' δεν είνε κέντημα αυτό· είνε ποίημα!... ποίημα κι απ' τα καλήτερά μας!...

Όμως για να λογαριασθή και γίνη τελεία η αίσθησις αυτή θέλει κάποια μορφή εξαιρετικού περιβάλλοντος. Δίχως αυτό σβύνει από μαρασμό ή ναρκώνεται. Θυμάσαι το αξιολάτρευτο εκείνο κομμάτι, όπου ο Πλάτων περιγράφει πώς ο νεαρός Έλλην πρέπει ν' ανατρέφεται και τόσον επίμονα εξετάζει τη σπουδαιότητα του περιβάλλοντος.

Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα 360 σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα.

Οι δε Σκιωναίοι και οι Πελοποννήσιοι εξελθόντες ιδρύθησαν επί λόφου αποκρήμνου προ της πόλεως, τον οποίον εάν δεν εκυρίευαν οι εχθροί, θα ήτο αδύνατον να περιτειχίσουν την πόλιν. Προσέβαλαν λοιπόν οι Αθηναίοι επίμονα και με όλας τας δυνάμεις των τον λόφον και απώθησαν μαχόμενοι τους ευρισκομένους εκεί. Στρατοπεδεύσαντες δε έστησαν τρόπαιον και ητοιμάζοντο να περιτειχίσουν την πόλιν.

Ο oίvος είχε λύσει τελείως τον γλωσσοδέτην του Μανώλη, όστις ηδύνατο να είπη, ως ο Σάτυρος της αρχαίας κωμωδίας: Πόθεν ποτ' άλυπον τόδε εύρον οίκος αισχύνης! Είχε μάλιστα τόσον αποθρασυνθή, ώστε τα επίμονα βλέμματά του περιήγον εις αμηχανίαν την Πηγήν. Το βέβαιον είνε ότι η αθωότης αυτής δεν έβλεπεν εις τον Μανώλην τίποτε εκ των ελαττωμάτων τα οποία η κακεντρέχεια των άλλων είχε παρατηρήσει.

Αυτή είναι η αρχή της νέας αισθητικής μου· κι αυτό πιο πολύ παρά ο ζωντανός σύνδεσμος μεταξύ μορφής και ουσίας που εξηγεί επίμονα ο κ. Pater είναι που κάνει τη Μουσική τον τύπον όλων των Τεχνών.

Εξ άλλου όλοι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά σοβαροί, μέσα στη φτωχική καλύβα των Πιντόρ. «Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι», έλεγε η ντόνα Έστερ, σερβίροντας το δείπνο στον ανιψιό, ενώ η ντόνα Ρουθ τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και ο Έφις έβγαζε από το δισάκι ένα βαρελάκι κρασί και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεφε για να χαμογελάσει στα αφεντικά του.

Συχνά τη έρριπτεν επίμονα ή παρακλητικά βλέμματα εις τα οποία εκείνη δεν απήντα και ο Φωκίων εγίνετο εκτός εαυτού. Εβασανίζετο υπό επιμόνου σκέψεως, ήτο δε διαρκώς εν νευρική ταραχή και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας επεθύμει να τον εδίωκον της οικίας μάλλον παρά να τον δέχωνται με τόσην προθυμίαν. Έκαμνεν εκ διαλειμμάτων συντόμους απουσίας, χωρίς η κατατρύχουσα αυτόν οδύνη να κατευνάζεται.

Στο υπόμνημ' αυτό λέει για τον εαυτό του, ότι «βασανίζονταν από ιδέες που ζητούσαν επίμονα εξωτερική φόρμα κ' εκτέλεση, πως εμποδίζονταν ν' αναπτύξη τις γνώσεις του και ν' ασκηθή στο ωφέλιμο ή τουλάχιστο στο διακοσμητικό λόγο.

Κι αν ένας συγγραφεύς αναλύη επίμονα τις ανώτερες τάξεις, μπορεί ακριβώς το ίδιο να γράφη συγχρόνως και για τα κορίτσια που πουλούνε σπίρτα ή φρούτα». — Ωστόσο, αγαπητέ μου Κύριλλε, δεν θα σε κρατήσω περισσότερον καιρό επιμένοντας σ' αυτό εδώ το ζήτημα. Παραδέχομαι ότι τα νέα μυθιστορήματα έχουν πολλά καλά σημεία. Επιμένω μονάχα ότι γενικά δεν διαβάζονται.