United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, 'που εβρόντησαντην θάλασσα' και το καράβι εστάθη, τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 κ' εγώτο πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• «αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. συ, κυβερνήτη, έχε τον νουαυτό, που σε προστάζω, επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε το πλοίο, και όλο σίμονετον βράχο, μη σου φύγη 220 μ' ορμήεκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».

Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής : θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες, και θα έδιδαν τας λοιπάς δέκα ως και τα τσαρούχια εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα- Γιώργης. Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο- Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα.

Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.

Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι. 210 Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξι, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξι· Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό πλανιέται. Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, 215 Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Στην πατρίδα σου αν πορεύης, Ξένους τόπους μη γυρεύης.

Ο Απόλοχος κι' αφτός με κάνει εμέναναι εκείνου γιος παινιέμαι εγώ πως είμαικαι στην Τροία να πολεμήσω μ' έστειλε και τόσα περικάλια μούκανε, πάντα στη σφαγή να φαίνουμαι απ' τους πρώτους κι' απ' όλους πιο καλύτερος, μην τύχει και ντροπιάσω «το γένος των πατέρων μου π' ατρόμητα κοντάρια και μες στην Κόρθο στάθηκαν και στης Λυκιάς τους κάμπους. 210 Λοιπόν να η φύτρα κι' η γενιά που μ' έσπειραν εμένα

Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η ΑντρομάχηΕίπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, 210 κι' Άρης φονιάς καταλυτής του μπήκε, και τα μέλη γιόμισαν δύναμη αντοχιά.

Μα όταν και τέταρτη φορά περάσανε απ' τις βρύσες, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντάς της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου210 τη μια για του Πηλιά το γιο, του Έχτορα την άλληζιάζει απ' τη μέση πιάνοντας, κι αμέσως του Εχτόρου 212 γέρνει το μάβρο ριζικό.

Μα εσάς, Βοριά και Ζέφυρε, σας κράζει ο Αχιλέας να τρέξτε γοργοσίφουνοισφαχτά σας τάζει αν τρέξτεκαι να φτερώστε τη φωτιά, όπου βαλμένος στέκει 210 ο Πάτροκλος που οι Δαναοί κλαιν όλοι το χαμό τουΕίπε και φέβγει. Τότε οι διο σηκώθηκαν ανέμοι μ' αχούς και κρότους, κι' έσπρωχναν τα σύγνεφα μπροστά τους.

Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιέςκι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάειγια ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.

Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις• «Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα, πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200 άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, να 'λθη να φέρη πόλεμοτην χώρα των Φαιάκων• ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205 αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα• πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, και λούστε αυτόντον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210