United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη Λαοδάμη αγάπησε ο καρδιογνώστης Δίας και γέννησε το Σαρπηδό, χαλκόπλιστο λεβέντη. 199 Και σκότωσε τον Ίσαντρο ο θνητοφάγος Άρης 203 μια μέρα πούχε πόλεμο με τους τρανούς Σολύμους. Την κόρη θύμωσε η θεά με το χρυσό δοξάρι 205 και θέρισε.

Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης οφθαλμός.

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

Θεριά λες πολεμούσαν· να θε τους δει θεά Αθηνά, να θε αντροσκιάχτης Άρης, λόγο αχαμνό δε θάλεγαν, όσο κι' αν είχαν πάθος. 399 Έτσι πολέμαε, κι' έλεγε κάθε Αχαιός λεβέντης 414 «Ντροπής, αδρέφια, κι' ατιμιά να τραβηχτούμε πίσω! 415 Δεν έχει, σ' όλους μας εδώ μπροστά ας ανοίξει πρώτα η μάβρη γης!

Λοιπόν, αν μεν προτιμάς το πρώτον, θα σου έλεγα ότι ωνομάσθη &Άρης& από το &άρρεν& και το &ανδρείον&. Αν δε πάλιν παραδέχεσαι από το σκληρόν και αμετάτρεπτον, το οποίον ακριβώς λέγεται αρχαϊκώς &άρρατον&, και από όλα αυτά πάλιν αρμόζει εις τον θεόν του πολέμου να λέγεται Άρης. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Κι' όλη την πλούσια αρματωσά σα φόρεσε στο σώμα, χοίμηξε τότε, ο γίγας λες σα να ροβόλαε Άρης που πάει σ' αντρώνε πόλεμο, αντρών που σπρώχνει ο Δίας με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας· 210 γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι.

Μα ο Άρης πήγε ο πλουμιστός στους Τρώες, και μαζί του το ρέμα ο Ξάνθος κι' η Λητό κι' η ρόδινη Αφροδίτη κι' η σαϊτέφτρα Άρτεμη κι' ο σγουρομάλλης Φοίβος. 40

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.

Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας. Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος 385 κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.