United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τώρα δεν μπορώ να νοιώσω, πως δεν το ξαναθυμήθηκ' από καιρό πια... ΑΝΝΟΥΛΑ Μήπως ήρθε μέσα στο μυαλό σου κανένας δράκοντας και σου τόνε σκότωσε το γήταυρο, γιαγιά; ΓΙΑΓΙΑ Φοβητσιάρα, Αννούλα, φοβητσιάρα. Δε θέλεις και πολύ να το πιστέψης αυτό, και το βράδι να μου λες πως βλέπεις δρακόντους στην κάμαρα σου, όπως εδώ και κάμποσο καιρό, θυμάσαι; ΑΝΝΟΥΛΑ Μα τότε δεν έλεγα ψέματα, γιαγιά μου.

Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη. &Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&

Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.

Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. 540 Τότε ο Αινείας σκότωσε κι' αφτός διο παλικάρια των Αχαιώνε, του Διοκλή τους γιους· τον ένα Κρήθο τον λέγανε κι' Ορσίλοχο τον άλλονε.

Εκατοστές καλλιτεχνήματα ξεσκούπισε από την Αθήνα κι απ' άλλους ναούς, και τάστελνε στην ξεγυμνωμένη του Ρώμη. Στους Δελφούς πάλε, που τόλμησε η Πυθία να τον ονομάση Ορέστη, που σκότωσε τάχα τη μάννα του, κατάργησε και το Μαντείο, αφού έσφαξε κάμποσους.

Σκότωσέ με Πάτα με στο λαρύγγι με τη φτέρνα σου. . . Θανάτωσέ με!. . . Ήσουν λιγνός και καστανός, μυγδαλωμάτης, ο γυιός του Ηλιογέννητου και της Κρινάτης λεβέντης του λουτρού, ο χαϊδεμένος του Σταδίου, όπως σε παραστένουν τα μωσαϊκά της εκκλησιάς σου, ορθόν στην χρυσοκεντημένη φορεσιά σου, με το τετράγωνο ταβλίο δοξασμένου Πατρικίου.

Κι' εκείνοι απ' το κακό τους παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα, σα γύριζε, πενήντα νιους με δυο καπεταναίους, το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος, τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου. 395 Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας· τους σκότωσε όλους, κι' άφηκε μον ένα να γυρίσει, το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια.

Μόλις γύρισε ο Τριστάνος στη Μικρή Βρεττάνη, στο Κάρχαιξ, πήγε να βοηθήση τον αγαπητό του σύντροφο Καερδέν, εναντίον ενός βαρώνου Μπενταλίς. Μία μέρα έπεσε σε ενέδρα που του στήσανε ο Μπενταλίς κι' οι αδερφοί του. Ο Τριστάνος σκότωσε τα εφτά αδέρφια. Αλλά πληγώθηκε κι' αυτός με μια κονταριά, και το κοντάρι ήτανε δηλητηριασμένο.

Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν και τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.

ΞΟΥΘΟΣ. Γιατί λοιπόν μου φεύγεις, αφού βρίσκεις εκείνο που αγαπάς και συ; ΙΩΝ Εγώ δεν αγαπάω τους ξένους τους μανιακούς και τους ξεμυαλισμένους. ΞΟΥΘΟΣ Και σκότωσε και κάψε με• μα ξέρε: αν με σκοτώσης, θα γίνης του πατέρα σου φονηάς. ΙΩΝ Εσύ πατέρας δικός μου! είνε να γελώ μ' αυτά που ακούν ταυτιά μου. ΞΟΥΘΟΣ Όχι• μ' αυτά που θα σου είπω, καλά θα καταλάβης. ΙΩΝ Τι θα μου ειπής;