United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα, μα κι' έτσι άφισε εκεί βαριόκαρδος το σύντροφό του χάμου 125 πεσμένο, κι' άλλονε αμαξά ατρόμητο ζητούσε. Και δίχως τ' άλογα οδηγό δεν έμειναν στο κάμπο καιρόν πολύ· τι ήβρε το γιο σε λίγο του Βιφίτη, τον άφοβο Αρχεπόλεμο, και μες σ' αμάξι αμέσως τον έμπασε, και τούδωκε ναν του κρατάει τα γέμια.

Τότε έτσι αφτός πεθαίνει. 470 Μα άρχισε απάνου του σφαγή σκυλήσα πεισματάρα των Τρώων και των Αχαιών, και χοίμιξαν σα λύκοι ένας να φάει τον άλλονε, κι' άντρας κοπάνιζε άντρα.

Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!

Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν 315 κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα

Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, 84 έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τα' ασκέρι· 85 όμως την ώρα που ο ξυλάς ανοίγει το ταγάρι να φάει στη βουνολαγγαδιά, τα χέρια σα μπουχτίσουν κόβε κόβε έλατα αψηλά, και την καρδιά του πιάνει λιγούρα, κι' ένα διο μπουκιές γυρέβει να δαγκάσει· την ώρα αφτή τα τσάκισαν οι Δαναοί των Τρώων 90 τα τάγματα, φωνάζοντας στα παλλικάρια θάρρος από 'να λόχο σ' άλλονε.

Σε ποιον άλλονε, σε ποιον παρά &Σε Σένα&, που με ροδόγαλα και μοσκοφιλήματα, — ω ταλησμόνητα φιλάκια σου τα ουράνια, που αιώνια την ψυχή μου δροσίζουν, — φιλόστοργα γλυκοζύμωσες την καρδιά μου την άπλερη, κατασταλάζοντας μέσα της της Ρωμέικης Ζωής την Αγάπη;

Δε συφωνούμε όμως. Η ασυφωνιά μας αφτή, σαν τι να είναι; Είναι πάντα φιλία; Είναι πάντα αγάπη; Αν είναι, βέβαια πως δεν είναι ολότελα η ίδια που είτανε και προτού φιλονικήσουμε, γιατί φιλονικία τι θα πη; Θα πη πως είτε πολύ είτε λίγο, εναντιώνεται ο ένας τον άλλονε. Κ' η αγάπη εναντίωση δε θέλει.

Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμουΜε φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.

Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Σου χαρίζω και το σουραύλι, που με δαύτο, παραβγαίνοντας στο τραγούδι ενίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδάρηδες. Κ' εσύ για πληρωμή μου κ' ενώ ακόμη ζω φίλησέ με και πεθαμένο κλάψε με. Κι αν ιδής άλλονε να βόσκη τα βόιδια μου, θυμήσου με. Σαν είπε αυτά ο Δόρκωνας και φίλησε το στερνό φιλί, τούφυγε η ψυχή με το φιλί και τη λαλιά.