United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε θέλω πια νακούσω μήτε τόνομά τουΈκλαψα, γιατί λέει πως είναι δυστυχισμένος, πως τον πήρε ο καημός, και φοβήθηκα μήπως εγώ φταίω, μήπως του έδωσα αφορμήκαι δεν ταιριάζει. Μα πώς είναι δυνατό να είμαι η αιτία, αφού μήτε τον κοίταξα μήτε του είπα ποτές μου δυο λόγια; Δε γίνεται να πεθάνη για μένα κι ούτε μπορώ να το πιστέψω. Να τα ξεχάσουμε αφτά, να τα ξεχάσης όπως και γω θα τα ξεχάσω.

Να την ξεχάσω θέλω, αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει, καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία. Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος, μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.

Κάθε βράδυ, σαν κοίμιζε τα δυο τα ορφανά της, άναβε το καντήλι στους Άγιους Ανάργυρους κ' έλεγε απομέσα της: «Άγιοι μου Ανάργυροι, χαρίστε μου τα δυο μου αγγελούδια και να ξεχάσω όλες μου τις συφορές, να ξεχάσω και τον καλό μου, πούφυγε και μ' άφησε δυο χρονώνε χήρα». Λες και παρακάλεσε τους αγίους όχι να της χαρίσουνε, μα να της χωρίσουνε το αγαπημένο ζευγαράκι.

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κ' έρημη, ένα όμορφο κι' άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίση ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σα να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δύο χρόνια της τον πήρε αφίνοντάς την χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κ' ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε.

Λέλα, πότε θα σε φιλήσω στο στόμα, δίχως να συλλογιούμαι πια τίποτις άλλο; Πότε θα ξεχάσω τους καημούς; Αγάπη μου εσύ, γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκαμα και με καταστρέφεις; Δε με λυπάσαι; Και μπορώ να το ξεχάσω; Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Κι αφτό σου το λένε ζούλια. Να βλέπης, είναι ζούλια.

Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Όταν συνήλθε με τράβηξε κοντά του. «Αγαπημένε μου ανιψιέ», μου είπε αγκαλιάζοντάς με, «ήρθες σε μένα να πάρεις την θέση του, και θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να ξεχάσω ότι είχα ποτέ ένα γιό που μπορούσε να φερθεί με τέτοιο απαίσιο τρόποΜετά γύρισε και ανέβηκε την σκάλα.

Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.

Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.

Paris, septembre 1886. Δεν είναι συνήθεια, το ξέρω, στα φιλολογικά συνέδρια, να κάμνη κανείς τη βιογραφία του και να μιλή για τον εμαφτό του. Μόλον τούτο πρέπει να σας ανοίξω την καρδιά μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω που είμαι παιδί σας, που είμαι του τόπου παιδί και που μικρός άφησα την Πόλη.